Οι στεναγμοί του Αίαντα / στραμμένοι προς το κοίλον / πασχίζουν άφωνε ν' ακούσεις θεατή / το απείθαρχο τίποτα...
Θα ήθελα λοιπόν Να σας ενημερώσω Πως από τις τριάντα του μηνός Έχει μεταφερθεί Στο πάνω πάτωμα
Ό,τι συλλέγει ο κεραυνός / μέσα σε μια χούφτα αέρα / ή ο λυγμός της κοτρόνας μες σε απόλυτο μεσημέρι
Οι πόροι της φλούδας έσκαγαν σαν αμπούλες και εκτόξευαν μια πικρή μυρωδιά λεμονιού στον αέρα
Καταφθάνουν κατοικίδιες τίγρεις Ταϊσμένες με χόρτο και φρεσκότατες φράουλες
Μία μέρα είχε μείνει πια, σε πλάκωνε καθώς έπεφτε το απόγευμα βαριά η έννοια της επιστροφής
Aχίλλειος πτέρνα αποδείχτηκε η ξύλινη στέγη / η φωτιά βρήκε τροφή σε πευκοβελόνες και κουκουνάρια
«Τίποτα δεν είναι», μου είπε, «ένα απλό κρυολόγημα, τίποτα, έτσι ένα τίποτα»
Η ενστικτώδης αίσθηση πως απειλούμαστε, πως είμαστε σε κίνδυνο μας οδηγεί σε μια ζωώδη αμυντική αντίδραση
Άσε που κάποιος κάθε νύχτα κλέβει το φεγγάρι / και μέσα στο σκοτάδι σπάει τις πόρτες
Ένα πεντάπτυχο ποίημα, συνοδευμένο από τους πίνακες που έδωσαν την αφορμή της γραφής του
«Ο χρόνος θα δείξει» λέω, και ήδη βλέπω ότι εμπιστεύομαι τον χρόνο σαν να ’ναι φίλος ή εχθρός μου...