Η Ποίηση είναι «ψηλή, ξανθιά και Γερμανίδα» ― μελαχροινή, βαλκάνια, δεν είμαι ποιητής
καθώς τα «θα» ενός σκοπού / τα «λα» της μουσικής του / τα «σαν» των υποσχέσεων / στο τέλος της ευθείας / τα πέρασαν για θάλασσα
Και μια ξένη μορφή να τον φωνάζει / με μια ουρά ατέλειωτη / λες κι ήταν άνθρωπος
Μα να, ξεπρόβαλε ήδη η πολυτέλεια του Λίντο /εκεί σε περιμένει ο έφηβος με την ουράνια ομορφιά του /ο κεχαριτωμένος ψυχοπομπός σου
μυρίζει σίδηρο και μπίρα / μια αίσθηση ελευθερίας ένοχης
Έτσι κι αλλιώς / το σταματημένο ρολόι / θα δείχνει τη σωστή ώρα / δύο φορές τη μέρα
Οι επιζήσαντες μοιάζουν λιγάκι στη χώρα τους. Κατοικούνται κι αυτοί από αναμνήσεις, περιπλανιούνται έχοντας πάντα ριγμένη άγκυρα
Δρομείς γενναίων αποστάσεων / εξασκούνται / στην αντοχή / στο ανώμαλο έδαφος.
Η θέση του στη συγκεκριμένη φωτογραφία εξ άλλου είναι αυτή που μας ενδιαφέρει
Θέλω να μείνω μόνος / Με το άγγιγμα σου / Στην ασφυξία των κραυγών σου
Όταν αποτραβιέται η θάλασσα / αστράφτει αλλού το φως
Όλα τα στόματα ανοιχτά στην πόλη Γκερνίκα /τόσο που η κραυγή τους /φτάνει κοντά μου κάθε βράδυ. /Στο δωμάτιό μου ψιχαλίζει καρφιά