Απέναντί του στο κουπέ μια πάλλευκη απόκοσμη πριγκίπισσα / έσκυψε και το σήκωσε
Κάθε φορά που περνούσα από μπροστά του / τα δάχτυλά μου έμπηγαν τα νύχια τους / στη σάρκα του καρπού
Τη μέρα που άνοιξα τα μάτια μου και ξαναγεννήθηκα δεν είχε αποφασιστεί, ποιο θα ήταν το νέο όνομά μου
Η αμυγδαλιά κόπηκε για να κάνει χώρο για το γκαράζ
Κρυμμένοι μες στα σύννεφα, μαστοί λεχώνας έλουζαν με γάλα θανατερό ελάφια, φράουλες και πεταλούδες
Στην κατάστασή που βρισκόμουν απείχα πάρα πολύ από όλα αυτά
Με ξύλινα ποδάρια ο χρόνος δραπετεύει…
― στην ουσία του θύμισε μια ταινία όπου η πρωταγωνίστρια δολοφονούσε με στιλέτο τους εραστές της
Τα πίσω δωμάτια κατοικιών και γραφείων σε πανόραμα. Αποφάσισε να προσηλωθεί στους ήχους του ακάλυπτου
Μάτια καλλιτέχνη, δέρμα αγρότη, παράστημα άρχοντα...
Λένε πως μέσα στο τζαμί αφουγκράζεσαι τη σιωπή του σύμπαντος
Με τον καιρό, οι φωτογραφίες σου γίνονται πάλι ασπρόμαυρες