Αφήνουν το χέρι σου και γκρεμίζεσαι ανάμεσα σε αστέρια που σβήνουν εκατομμύρια μαύρες τρύπες στο μυαλό
Κάτι συνέβη που δεν το όρισε ακριβώς – κι ας λένε
...και άλλες ιστορίες
Δεν ξέρω τι κάνουν τα παλιά. Μπορεί σε κάποια μάντρα να σκουριάζουν στη βροχή ώσπου να τα πουλήσουν για παλιοσίδερα. Δε με νοιάζει
Ο άνεμος μου ανακατεύει τα μαλλιά, το ύψος με μεθάει. Θέλω να είμαι η Έμιλι Μπροντέ. Και είμαι. Δίχως αμφιβολία
Ή μήπως υπάρχουν πράγματα που υποτίθεται πως δεν πρέπει να ξαναπροσπαθήσουμε;
Μοιάζω με υδρόβιο χελωνάκι / που περιστρέφεται γύρω απ΄ το καβούκι του / ψάχνοντας για φεγγάρι
Τώρα, είμαι ένα θύμα αυτής της γερμανικής κωλοεταιρίας που μου κατέστρεψε τις διακοπές, το καλοκαίρι
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο γλιστράει τρομακτική πανσέληνος η σκιά σου ξαπλώνει το φιλάει χωρίς αιδώ ποτέ εκεί πότε εδώ
έχω μια πίστη πως μια μέρα / εμείς οι δυο θα κάψουμε / για πάντα κάθε ασφάλεια // (χιλιάδες βατ επιθυμία)
Η Άγνωστη καθόταν στην ίδια θέση αλλά τώρα ανοιγόκλεινε τα πόδια της∙ ο Μπάρμαν σερβίριζε έναν νέο πελάτη
Έχει ξεπέσει η τύχη μας / με φαρμάκια που δεν απαλύνουν τις χαρακιές πια