Τα πρωινά, μικρά παιδιά κρέμονται από τον σκουριασμένο κισσό του στέρνου μου
Είναι η σκηνή που η τρομερή Βαλκυρία Βρουγχίλδη της τευτονικής μυθολογίας, συναντά και αναγγέλλει στον ήρωα Ζίγκμουντ ...
Έτσι και φύγει ένας, αρχίζει το ξήλωμα και δεν σταματάει με τίποτα...
Βλέπω στην κορυφή της ένα περιστέρι. Τσιμπολογά ένα ξεκοιλιασμένο ψάρι πάνω στην άσφαλτο
Η βελούδινη ρόμπα, μαζί με το δαντελένιο νυχτικό, έμεινε στο κάτω συρτάρι της τουαλέτας
Είδα και μια σειρά πινάκων του Στέρη με κάτι ογκώδεις και συμπαγείς βράχους να υψώνονται κατακόρυφα πάνω από ακρογιαλιές…
...Όμως έμενα δεν μου αρέσει να ονειρεύομαι. Δεν θέλω να κάνω σχέδια πια.
Οι αντλίες υψώνονταν μέσα στη νύχτα, σαν γίγαντες που φωσφόριζαν κι άλλος τους έβλεπε σαν απειλή κι άλλος τους έβλεπε σαν φάρο
Ακουμπώντας τα φθαρμένα αντικείμενα του, τα κέρματα που είχε αφήσει μέσα σ' εκείνο το τσαντάκι, κολυμπούσα μαζί του στο παρελθόν
Η μνήμη τυραννική στριγγλίζει σαν τρένο που έρχεται μετωπικά κατεπάνω μου
Το άπειρο και αχρησιμοποίητο έως τώρα ένστικτό της την είχε οδηγήσει σε απανωτά ολισθήματα
Πέρασε το απόγευμά της τρώγοντας ένα κιλό παγωτό το οποίο έμπαινε και έβγαινε βαθμιαία από το στομάχι της