Λευκό φως σαν γάλα ρέει ανάμεσά μας. Διαρρήκτες, που ήσυχα την νύχτα σε μια άλλη ζωή εισχωρούν
δεν μας κυβερνά αυτό που ξέρουμε / αλλά πρωτίστως ό,τι αγνοούμε
Τη βρήκες εκεί, στην άκρη του δωματίου, / με το ξύλο της φαγωμένο από χέρια που ξέχασαν να επιστρέψουν
τρεις νύχτες όρθια μες στο νερό / να σε φωνάζω ζωντανή / χαμένη ήδη
Από τις νύχτες μου ―αν είχα να διαλέξω―προτιμώ τις άναυδες
Με αφορμή το τραγούδι « I love you till the end of the world» του Nick Cave
Ήμουν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ζούσα μυρίζοντας. Όλες οι εφημερίδες έγραφαν για τις υπερφυσικές ικανότητές μου στην όσφρηση...
Η Ποίηση είναι «ψηλή, ξανθιά και Γερμανίδα» ― μελαχροινή, βαλκάνια, δεν είμαι ποιητής
καθώς τα «θα» ενός σκοπού / τα «λα» της μουσικής του / τα «σαν» των υποσχέσεων / στο τέλος της ευθείας / τα πέρασαν για θάλασσα
Και μια ξένη μορφή να τον φωνάζει / με μια ουρά ατέλειωτη / λες κι ήταν άνθρωπος
Μα να, ξεπρόβαλε ήδη η πολυτέλεια του Λίντο εκεί σε περιμένει ο έφηβος με την ουράνια ομορφιά του ο κεχαριτωμένος ψυχοπομπός σου
μυρίζει σίδηρο και μπίρα / μια αίσθηση ελευθερίας ένοχης