Ποιος τάχα ξέρει τι μέρος του λόγου είσαι: Ορμητήριο, κρησφύγετο, ή σάμπως φυλακή; Το ξέρουν μονάχα όσοι τους κατοίκησες
Ο άνεμος μου ανακατεύει τα μαλλιά, το ύψος με μεθάει. Θέλω να είμαι η Έμιλι Μπροντέ. Και είμαι. Δίχως αμφιβολία
Άργησα βέβαια να καταλάβω / πως το φως όλου του κόσμου είναι αιώνιο παρελθόν
Εμείς απλώς ακολουθούσαμε, αγνοώντας το μάταιο του εγχειρήματος
Να βλέπει τον ήχο εκεί έξω, / να ακούει το φως να διαπερνά / την ύλη
Τέλοσπάντων, μην τα λέω όλα εγώ, κάνε κι εσύ καμιά ερώτηση, τι σκατά δημοσιογράφος είσαι;
Ούτε που το κατάλαβα πώς έμεινα σιγά-σιγά μόνη και δεν έχω σε ποιόν να μιλήσω εξόν από τη γάτα μου
Αφήνουν το χέρι σου και γκρεμίζεσαι ανάμεσα σε αστέρια που σβήνουν εκατομμύρια μαύρες τρύπες στο μυαλό
Κάτι συνέβη που δεν το όρισε ακριβώς – κι ας λένε
...και άλλες ιστορίες
Δεν ξέρω τι κάνουν τα παλιά. Μπορεί σε κάποια μάντρα να σκουριάζουν στη βροχή ώσπου να τα πουλήσουν για παλιοσίδερα. Δε με νοιάζει
Ή μήπως υπάρχουν πράγματα που υποτίθεται πως δεν πρέπει να ξαναπροσπαθήσουμε;