Στο σπίτι της μαμάς τα έπιπλα κατοικούν τους ανθρώπους, βάζουν κανόνες, οι άνθρωποι υπακούν ...
Ξάφνου όλα σταματούν. Η γυναίκα δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει σώμα. Δεν υπάρχει ήχος. Και μετά, ένα φως
Άγαλμα της οδύνης καμωμένο από αγάπη και συντριβή...
Έχει πάρει την απόφαση να πλεύσει στην Αχερουσία χωρίς περιττές αναταράξεις
Μεγάλωσα σκοτώνοντας τέρατα...
Ζωή αναδυόμενη / νέες εικόνες, κρουστά σύμβολα
Με ηπιότητα και χειρουργικά έζησες κι εσύ ολόκληρη τη ζωή σου
Κανένας δεν καταλαβαίνει την αγωνία της χελώνας να διατηρήσει το μικρό προβάδισμα που της έδωσε ο φιλόσοφος
Ο χρόνος είχε σκαλώσει στα φύλλα του και τίναζε τις πρώτες δροσοσταλίδες της μέρας που μόλις άρχισε να φέγγει
Δενόταν μόνη της / σε διάφανες πολεμίστρες / του έρωτα τα λόγια συνθλίβονταν / από το βάρος ενός σώματος
Μα τον παλμό του αστείρευτου φωτός τον αρμονίζει / η μεσημβρία η ένδοξη σαν άρπα ηλιακή...
Είναι / εύκολο να χαθείς σ’ έναν κύκλο / όσο μικρός κι αν είναι