Είναι η σκηνή που η τρομερή Βαλκυρία Βρουγχίλδη της τευτονικής μυθολογίας, συναντά και αναγγέλλει στον ήρωα Ζίγκμουντ ...
Τα πρωινά, μικρά παιδιά κρέμονται από τον σκουριασμένο κισσό του στέρνου μου
Το παράθυρο ανοιχτό / δεν άφησες για να πετάξω / Ένα κλαδί σε άμμο κινούμενη / πριν βουλιάξω να πιαστώ
Δε διαβάζω βιβλία, τα βιβλία διαβάζουν εμένα κι έπειτα παίζει μέσα τους αυτό που σκέφτομαι
Όταν η Λούκα ετοίμαζε το φαγητό, αργούσε και ο άντρας της παραπονιόταν: « Ήλθε η μπερζίνα…»
Ο Φρανς Γιόζεφ μπορούσε να απαγορεύει κάθε έρευνα για το διπλό φονικό, μα δεν μπορούσε να απαγορέψει τις ματιές των υπηκόων
Να έχω το ψωμί του ποιητή βαθιά κρυμμένο στο στόμα μου
Τα χάρτινα καράβια δεν υπάκουαν εύκολα στα κελεύσματα των δόκιμων.
Ένα κατασκεύασμα από γρανάζια, σπείρες κι έναν κρύσταλλο που πάλλεται με ένα παράξενο, εσωτερικό φως
Βαθιά στον ύπνο της βλέπει συχνά το ίδιο: να τη φωνάζουν θάλασσα στη γλώσσα των τσιγγάνων
Κι όσο περνούσε η ώρα, πίστευε πως απέφευγαν να τον κοιτάξουν γιατί τα πρόδωσε και γι’ αυτό τώρα εκείνα τον περιφρονούσαν
Πέρασε το απόγευμά της τρώγοντας ένα κιλό παγωτό το οποίο έμπαινε και έβγαινε βαθμιαία από το στομάχι της