Ζεμένη στο ετήσιο αλώνι του ήλιου / η ελεύθερη βούλησή τους / γαλάζια ημερήσια σβούρα / βορά του συμπαντικού διακόπτη
Διακρίνω ένα ασημί πέδιλο να κρέμεται από το τακούνι στην μια πλευρά του κάδου, μαζί με μια ξανθιά περούκα κι ένα κομμάτι τούλι
Ο Κήπος ζώστηκε ξανά απ’ αγωνία και εκρηκτικά / Φως ιλαρόν με εγκαλεί και με προσμένει
Τα βιβλία εσωτερικεύτηκαν σε οθόνες / και το ξεφύλλισμα στο ανέπαφο νόημα / να διαβάζεις αυτό που δεν διάβηκες
στους προσαγωγούς της νύχτας / φύεται ένα αγκάθι / όσο σφίγγει καρφώνει / όσο καρφώνει σφίγγει
Κέρκυρα, Μεσολόγγι, Σκιάθος
Με κινήσεις χορευτικές πλησίασε τη ντουλάπα, στάθηκε στις μύτες των ποδιών και με τα μπράτσα να πάλλονται ξεκλείδωσε την κλειδαριά
Ένα φως παραστέκεται / Σαν πρόνοια / Σαν επισήμανση / Κάποιας κρυφής οργάνωσης / που αγνοούμε
Πίσω δεν συγχωρεί ο καιρός / να πηγαίνεις // Φανερώσου / με όλη τη γενναιότητα
Μία μονάδα που τρώει σε εστιατόριο με μία άλλη / η σιωπή μισοψημένη / τα πιρούνια να χώνονται στη μαλακή σάρκα
Ω Πολυξένη (ή Πολύμνια ή παλατάκι των πόθων του καθενός).
Τον άλλον όμως... Τον άλλον τον είχα σβήσει απ’ το μυαλό μου. Αναγκαστικά, γιατί η ζωή ομοιάζει με βιβλίον.