Κλαιγόσουν –δήθεν– για τα καυτά τα βότσαλα / μα εσύ με μάρκαρες βαθύτερα κι από πυρωμένο ατσάλι
Το βράδυ όμως που κοιμούνται οι βεβαιότητες, ξυπνούν οι ανατροπές
Κι έπειτα εκείνο το προγκρέσιβ ροκ «στης Κλυταιμνήστρας την ποδιά» από το κόρους των μυγών το ακατάπαυστο
Αρκεί να εισέπνεα μια ανάσα της μορφής σου. / Τότε γύριζα σπίτι και ονειρευόμουν έναν κόσμο γεμάτο από σένα.
Φορούσα τα συνηθισμένα: μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης / διότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρωτοτυπία διαλύει τις φαντασιώσεις
«Δεν πρέπει να σε συλλάβουν! Είναι η τελευταία σου αποστολή!»
Ευτυχώς δε με λένε όνομα που να γιορτάζει, γάμο δεν έκανα, δεν είχα με λουλούδια εγώ να κάνω. Και στο κατευόδιο, μοναχή απόμεινα…
Δεν έβγαινε από εκεί αν ο ιδρώτας δεν κυλούσε από το πρόσωπό του. «Λιώσαμε και σήμερα τις αμαρτίες μας», μου έλεγε
Αυτά θα γίνουν. Θα φύγετε από κει άνθρωποι και θα φτάσετε εδώ γκασταρμπάιτερ. Θα φύγεις από κει μάνα και θα φτάσεις εδώ ορφανή
Περίμενε (πλάτη) στο πιάνο / σγουρά μαλλιά / πάλλονται / χωρίς σώμα / και το σώμα / παλμός
Μέναμε στο ίδιο οικογενειακό σπίτι / αλλά ονειρευόμασταν διαφορετικούς κήπους
Ξυλουργός, Υποδηματοποιός, Ναυτικός