Έχει ξεπέσει η τύχη μας / με φαρμάκια που δεν απαλύνουν τις χαρακιές πια
Η Άγνωστη καθόταν στην ίδια θέση αλλά τώρα ανοιγόκλεινε τα πόδια της∙ ο Μπάρμαν σερβίριζε έναν νέο πελάτη
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο γλιστράει τρομακτική πανσέληνος η σκιά σου ξαπλώνει το φιλάει χωρίς αιδώ ποτέ εκεί πότε εδώ
Τώρα, είμαι ένα θύμα αυτής της γερμανικής κωλοεταιρίας που μου κατέστρεψε τις διακοπές, το καλοκαίρι
Μοιάζω με υδρόβιο χελωνάκι / που περιστρέφεται γύρω απ΄ το καβούκι του / ψάχνοντας για φεγγάρι
έχω μια πίστη πως μια μέρα / εμείς οι δυο θα κάψουμε / για πάντα κάθε ασφάλεια // (χιλιάδες βατ επιθυμία)
Στις επτά φόρεσε νεγκλιζέ, τύλιξε δυο μεγάλα ρολά στα μαλλιά της και άπλωσε κρέμα από φύκια στο δέρμα της...
Έχεις ακούσει για τη διπλή φύση; Το μεσημέρι, όταν ο ήλιος καίει και νομίζεις πως όλα είναι φωτιά, μια φοβερή φωνή που μιλάει;
Μια αμυγδαλιά-Πυθία, παραδομένη στους αέρηδες, σαν ανεμολόγιο, φυτρωμένο λοξά, πάνω από τον γκρεμό
Κάτω απ’ το δέρμα σου τρέχουν λαγοί / βγαίνουνε σύριζα στο φως της λέξης
Τρέχεις, σα να ερωτεύεσαι. Σα να κρατιέσαι από μια σπάνια -μια μαγική- αλληγορία σ’ ένα σύμπαν όπου κυριολεκτεί μονάχα η σιωπή
Ένα κείμενο με υποσημειώσεις...