Το κάμπινγκ

Το κάμπινγκ


Το καλοκαίρι εκείνο ήρθαν οι Πολωνοί. Με τα αυτοκίνητα τους φορτωμένα με κονσέρβες, νεσκαφέ, μακαρόνια, γάλα διαρκείας, σαμπουάν, έπιπλα κήπου, σκηνές, αιώρες, φορητές τηλεοράσεις. Ένας είχε κουβαλήσει μέχρι και κουρευτική μηχανή για το γκαζόν. Έφεραν ό,τι μπορούσαν να πουλήσουν για να παρατείνουν την διαμονή τους στην Ελλάδα. Δεν χόρταιναν το ελληνικό καλοκαίρι. Έρχονταν παστωμένοι μέσα σε μικρά τετράγωνα αυτοκίνητα. Έρχονταν με τροχόσπιτα, με μηχανές. Με κάθε μέσο. Λες και δεν είχαν ξαναδεί θάλασσα.

Το κάμπινγκ στον Πλαταμώνα ήταν γεμάτο φωνακλάδες Βαλκάνιους. It takes one to know one όμως, και η φυλή των κατασκηνωτών δείχνει πάντα κατανόηση.

Ημίγυμνοι άντρες ξεφόρτωναν αμάξια για ώρες, συνήθως με ένα τσιγάρο στο στόμα και μια μπίρα στο χέρι που κάποιος είχε κεράσει. Τα παιδιά, με το που έβγαιναν από το αμάξι ξεχύνονταν στη θάλασσα. Οι γυναίκες των γειτονικών σκηνών πλησίαζαν για να πιάσουν κουβέντα με τη νεοφερμένη. Να βοηθήσουν. Να δείξουν τα κατατόπια.

Γιουγκοσλάβοι, Έλληνες, Πολωνοί, μερικοί πρώην Ανατολικο-Γερμανοί αναμιγνύονταν για εβδομάδες ή και μήνες κάτω από τον καυτό ήλιο και τη σκιά τού κάστρου του Πλαταμώνα.

Τσουρουφλισμένα δέρματα, κόκκινες μύτες, ψητά καλαμπόκια, μουσική στα μεγάφωνα του κάμπινγκ που την διέκοπταν ανακοινώσεις του ιδιοκτήτη και της γυναίκας του. Ο Τάκης και η Ελένη. Ζευγάρι φοβερό. Ο Τάκης ψηλός και γλεντζές και η Ελένη ξανθιά και ζουμερή. Αυτοί ήταν και οι μόνοι που δεν χαίρονταν τη θάλασσα. Δεν έκαναν ούτε ένα μπάνιο όλο το καλοκαίρι. Δεν προλάβαιναν. Μοιράζονταν τις βάρδιες στη ρεσεψιόν. Ένα τσιμεντένιο τετράγωνο στην είσοδο του κάμπινγκ με εκατοντάδες χαρτάκια και σημειώματα και έναν βρώμικο ανεμιστήρα που μάλλον δούλευε ασταμάτητα για δεκάδες καλοκαίρια. Ασταμάτητα δούλευαν κι αυτοί, αλλά πάντα με ευγένεια και χαμόγελο.

Η Μαρία με τον άντρα της και τα τρία της αγόρια είχαν το τροχόσπιτό τους αγκυροβολημένο στο ίδιο σημείο για πολλά καλοκαίρια. Όταν ήρθε η Άνινα με τον άντρα της και τα παιδιά τους ο ιδιοκτήτης τους ρώτησε αν είχαν πρόβλημα να βάλει τους Πολωνούς δίπλα τους.

― Τι πρόβλημα, ρε Τάκη; Ο κομμουνισμός δεν κολλάει. Και γέλασαν δυνατά.

Οι άνδρες στο κάμπινγκ δε μιλούσαν για πολιτικά. Κανείς δεν ήξερε αγγλικά, σέρβικα, πολωνικά ή ελληνικά. Μόνο μερικές λέξεις ίσα ίσα για να συνεννοούνται για τα βασικά. Τα μόνα πράγματα που τους ένωναν ήταν το ποδόσφαιρο και οι μπίρες. Αλλά κι αυτά τα μοιράζονταν. Οι καυγάδες ήταν σπάνιοι.

Η Μαρία έτρεξε κατευθείαν να βοηθήσει την Άνινα να τακτοποιήσει την πραμάτεια της. Η μια χαμογέλασε στην άλλη και αμέσως γίναν φίλες. Πέρασαν το καλοκαίρι μαζί. Τα παιδιά κολυμπούσαν. Βουτιές. Καρπούζια. Τσούχτρες και σημάδια από τα μαγιό. Η Μαρία και η Άνινα πίνανε καφεδάκια στη βεράντα του τροχόσπιτου. Οι άντρες βλέπανε ποδόσφαιρο και έβγαζαν κραυγές. Οχιιιιιιιι! Γιαααααα! Γκοοοοοοολλλλλλλ! Το είδος των κραυγών που δεν χρειάζονται μετάφραση. Όταν έφυγαν πίσω για την Πολωνία, οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν και με τα μάτια έδωσαν ραντεβού για το επόμενο καλοκαίρι. Τα μικρά τους έκλαιγαν. Μέχρι να έρθουν οι επόμενοι καλοκαιρινοί φίλοι. Μέχρι να έρθει το επόμενο καλοκαίρι και να ξανασυναντηθούν. Να συνεχίσουν τα παιχνίδια και τις βουτιές από εκεί που τα άφησαν.

Έξι καλοκαίρια κράτησε η φιλία της Μαρίας με την Άνινα. Ή μήπως μια ζωή; Η σχεδόν σιωπηλή φιλία τους. Είχαν μάθει μερικές λέξεις. Λίγες φράσεις στα ελληνικά και στα πολωνικά όλες κι όλες. Έστελναν κάρτες τα Χριστούγεννα η μια στην άλλη. Και φωτογραφίες τού χειμώνα. Η Άνινα στα χιόνια. Της έφερνε κρέμες και σαμπουάν. Και η Μαρία της έπλεξε μια υπέροχη ροζ απαλένια ζακέτα για να ζεσταίνεται. Κραγιόν και κολόνιες πήγαιναν κι έρχονταν. Κοιτούσαν μαζί περιοδικά μόδας και ονειρεύονταν να πάνε στο Παρίσι. Χωρίς παιδιά και άνδρες. Μόνες. Ελεύθερες. Σαν τα μοντέλα στα περιοδικά. Να φοράνε κόκκινα κραγιόν και να καπνίζουν. Τα βράδια στο κάμπινγκ το καλοκαιρινό αεράκι κουβαλούσε μαζί με δροσιά και μουσικές από την κοντινή ντισκοτέκ.

I'll never be Maria Magdalena
You're a creature of the night

Και το άλλο που έλεγε Life is life. Νανανανα! Η Μαρία και η Άνινα το τραγουδούσαν. Νανανανα χόρευαν και γελούσαν. Η Μαρία ήταν το καλοκαίρι, η Άνινα ο χειμώνας.

Κάποιο καλοκαίρι σταμάτησαν να έρχονται στον Πλαταμώνα. Το επόμενο σταμάτησε και η οικογένεια της Μαρίας. Οι κάρτες όμως όχι. Ούτε οι φωτογραφίες.

Κάρτα χριστουγεννιάτικη που έπαιζε μουσική, το «Τρίγωνα, κάλαντα», όταν την άνοιγες. Με γκλίτερ.

Τι χαρά έκανε η Μαρία.

Καρτ ποστάλ από το Λονδίνο και φωτογραφίες με τα παιδιά.

Χαρά η Άνινα για τη φίλη της.

Φωτογραφίες από γενέθλια σε σαλόνια, τούρτες σε τάπερ και ερχόχειρα. Φωτογραφίες από σχολικές γιορτές. Αποφοιτήσεις. Καρναβάλια. Πάρτι. Αρραβώνες. Βγάζουμε φωτογραφίες μόνο στα ευχάριστα. Και τα χρόνια πέρασαν. Χάθηκαν.

Μέχρι που μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο της Μαρίας.

―Εμπρός; η γραμμή έκανε παράσιτα
―Μαρία;
―Εμπρός, λέγετε.
―Μαρία;
―Ναι, εγώ είμαι, ποιος είναι;
―Μαρία;
―Άνιναααα; είπε η Μαρία ζωηρά που κατάλαβε ότι η Πολωνέζα φίλη της ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής.
―Μαρίααααα, φώναξε με χαρά και ενθουσιασμό η Άνινα.
―Άνιναααα, και πετάρισε η καρδιά της.
―Γέζι; Γκουντ;
―Γκουντ! Γκουντ! Νίκος; Γκουντ;
―Αχχχ, Νίκος πάει. Νίκος καπούτ.

Και κλάψανε σιωπηλά μαζί στο ακουστικό.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: