Eυφόμπια

Eυφόμπια

Επισκέπτεσαι διαμερίσματα προς πώληση. Όταν σου αρέσει κάποιο, ζητάς από τους μεσίτες νέο ραντεβού, υπό άλλες καιρικές συνθήκες. Αν έχει συννεφιά, ζητάς ηλιόλουστη μέρα, αν έχει καλοκαιρία, ζητάς συννεφιά και μπόρα και μια τεταμένη χαραυγή. Ενδιάμεσα των ραντεβού, ζεις στη φαντασία σου, στα υποψήφια σπίτια. Ξαπλώνεις στα υπνοδωμάτιά τους, τακτοποιείς τα ρούχα σου στις ντουλάπες τους, τρως πρωινό στις κουζίνες τους, κάνεις μπάνιο στις ντουσιέρες τους, φυτεύεις στα μπαλκόνια τους, καλείς αγαπημένα πρόσωπα να γευματίσετε στις βεράντες τους.
Ύστερα έρχεται η γιαγιά σου η πεθαμένη δυο δεκαετίες και σε εκμαυλίζει με προτάσεις όπως Έρχομαι να αποσπερίσουμε, Πάω προς νερού μου και Ο λουτροκαμπινές χρειάζεται ανακαίνιση. Καταφθάνει ο ξάδελφός σου που ονομάζει λανθασμένα τους υάκινθους κρινάκια και μια μακρινή θεία σου που σού προτάσσει να τοποθετήσεις στην είσοδο του σπιτιού τη Γλώσσα της Πεθεράς. Δεν είναι σανσιβέρια το φυτό που προτείνει, είναι το παχύφυτο η Euphorbia η Milii, το αγκάθι του Χριστού. Έπειτα αριβάρει ολόκληρη η οικογένεια της γιαγιάς σου, ονοματίζει λανθασμένα τα είδη της βοτανικής, ονοματίζει λανθασμένα τα πράγματα, παρερμηνεύει την ύπαρξή σου, και τη δικιά της.
Κάποτε έρχεται ο αγαπημένος σου θείος, με τον οποίο δεν μιλάτε πια για λόγους κληρονομικούς. Έχει τη συνήθεια να αλλάζει κατά το δοκούν τα ονόματα των προσώπων, να διαφθείρει τα επίθετα όσων δεν εκτιμά· έτσι τους ορίζει, λεκτικά και χειρουργικά, την κυρίαρχη αποτυχία της ζωής τους.
Οι συγγενείς σου παρελαύνουν μυσταγωγικά, σού λένε ό,τι τους κατεβαίνει στην κούτρα· εσύ σημειώνεις σε ένα μικρό σημειωματάριο με σπιράλ τις εντυπώσεις τους για σένα, για το σπίτι, για τη ζωή σου, για την εμφάνισή σου, και τα δόντια σου.
Σύντομα έρχεται και μια παλιά φίλη, που δεν είναι πια, επιθεωρεί τον χώρο, παίρνει μετρήσεις, επισκιάζει τις σκιές του, και τις δικές σου, καλεί συνεργεία μαστόρων και επιδιορθώσεων, προτείνει φιλόδοξες ανακατασκευές και άκαιρες ανακαινίσεις. Λειτουργεί σαν καλοχορδισμένος γηροκόμος· φιλοδοξεί να εγκαταστήσει στη ζωή της, τη θέση του χαλασμένου γομφίου των άλλων. Μια μαύρη κόμη την ακολουθεί· ευδοκιμεί καημούς εμφυτεύματα, μια πλήρη υποτροπιάζουσα κλινική της παραμέλησης, και τον έρωτα ενός νοσοκόμου-τραυματιοφορέα για το φορείο του. Στέκεται υγειονομικά πάνω στις πινέζες του, στην αυλή της πολυκλινικής-γαλήνης του, ποτίζει ανέγνοιαστα μια πανέμορφη λερναία ύδρα με τα ενενήντα εννιά κεφάλια της.
Εσύ παρατηρείς, αποδέχεσαι, και αφήνεις από τα χέρια σου όλα αυτά τα γεγονότα, τα οποία η γιαγιά σου ονοματίζει καθέκαστα. Η γιαγιά σου σιμώνει πλευρικά, σου φτιάχνει μπουκίτσες από ψωμί με βούτυρο να τα βουτήξεις στον τούρκικο καφέ της, σου βγάζει και το καλό σερβίτσιο του σπιτιού, να σου σερβίρει τα μαρόν γλασέ της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: