Δύο ποιήματα

Τα πρω­ι­νά

Πί­σω από τους τοί­χους ακούω το νε­ρό να τρέ­χει
δεν υπάρ­χου­νε τοί­χοι
μα το ακούω

δεν υπάρ­χει κα­νείς

τό­σο μην τρέ­ξω κι εγώ
το νε­ρό
τρέ­χει εκεί έξω νε­ρό
το νε­ρό
δεν υπάρ­χου­νε τοί­χοι
να κά­νεις την προ­σευ­χή σου
όλες οι εκ­κλη­σί­ες
έχουν γα­λά­ζιο βλέμ­μα
εί­μα­στε ωραία εδώ

άγιοι στα γα­λά­ζια μά­τια
σου λέω να ανοί­ξου­με το τα­βά­νι αμέ­σως

να δού­με τι θα γί­νει

δεν υπάρ­χει νε­ρό εκεί έξω
μου λες
τί­πο­τα δεν υπάρ­χει
τρυ­πάω το πά­τω­μα και κρύ­βο­μαι μέ­σα
αν δεν ανοί­ξεις δεν πρό­κει­ται να ξα­να­βγώ πο­τέ
σου λέω

δεν πρό­κει­ται να ξα­να­βγώ πο­τέ

αν δεν τρέ­χουν νε­ρά πί­σω απ’ τους τοί­χους
τό­τε πώς ξέ­ρω
ότι τα πρω­ι­νά
κά­νω σου λέω
πως ανα­πνέω.


Δύο ποιήματα

[ Juno ]

Ο δρό­μος γε­μά­τος από ιτιές πλα­τά­νια κυ­πα­ρίσ­σια
κά­ποια ανά­πο­δα κά­ποια
σκυ­φτά
στο πιο ψη­λό ανά­πο­δα
ο κρε­μα­σμέ­νος

ανα­ρω­τιέ­ται

κι αν τα ποι­ή­μα­τα ήταν
φτιαγ­μέ­να μο­νά­χα
από το απλα­νές σμί­ξι­μο ή
από τη βία μο­νά­χα

των ρη­μά­των
τό­τε πώς

Θα ξε­βά­φα­με τα μά­τια
από
τις συμ­φω­νί­ες
τό­τε πώς
θα αντέ­χα­με τις κη­λί­δες πως

θα αντι­κρί­ζα­με το κα­λο­καί­ρι

με τό­ση πλημ­μύ­ρα
στο δι­πλα­νό αί­μα
με τό­ση πέ­τρα
ως τα λου­λού­δια να δη­λώ­νει
ότι πα­ρα­θε­ρί­ζει

και ότι το μέ­τω­πο του αφρού έχει το φύ­λο γυ­μνό

Κοι­μά­σαι;
Κοι­μά­μαι
η μια αντα­νά­κλα­ση πλη­σί­α­σε
την άλ­λη

κοι­μό­ντου­σαν στον ίδιο μύ­λο
ανά­με­σά τους
κω­πη­λα­τού­σαν ει­δύλ­λια
ζώα λο­ξά της καρ­διάς
έλαμ­ψαν

από τις ρί­ζες βό­γκη­ξε λί­γος κα­πνός
κρό­τος
φω­τα­γω­γού­σε τ’ αχα­μνά

ένα λή­θι­νο σιω­πής
κι ένας λε­κές

κοι­τά­χτη­καν ερω­τεύ­τη­καν λί­γη αγά­πη πα­σα­λεί­φτη­καν κι έπει­τα μί­σος
μί­σος
     μί­σος
ίσως
η κλί­νη του κα­λο­και­ριού
εί­χε έναν ήχο
επα­να­λη­πτι­κό
όπως η απα­γό­ρευ­ση

ερ­χό­ταν σαν πλοίο
ξα­νά

Juno

στα­μά­τα να χά­νεις τα κε­ρά­σια
από
σπα­σμέ­να μην τα κοι­τάς

Juno

όταν σε πί­νω να επι­στρέ­φεις.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: