Άβυσσος & άλλα βάθη

Ποιμενικό ημερολόγια, Guy Marchant, Παρίσι 1491
Ποιμενικό ημερολόγια, Guy Marchant, Παρίσι 1491


(μτ­φρ. Ξέ­νια Κα­κά­κη)

Απώ­λεια

Οι κουρ­τί­νες κλεί­νουν. Τα μά­τια μέ­νουν ορ­θά­νοι­χτα. Σκύ­βει να πιά­σει το λει­ψό του πό­δι. Εκεί­νη ξε­κου­ρά­ζε­ται δί­πλα στο κρε­βά­τι του. Το πρό­σω­πό της ρυ­τι­δια­σμέ­νο στην πα­λά­μη του χε­ριού της. Μα­μά, δεν θα μπο­ρέ­σω να πάω στον χο­ρό τώ­ρα, έτσι δεν εί­ναι; Δεν εί­ναι ού­τε εί­κο­σι χρο­νών κι αυ­τός ο νέ­ος σκέ­φτε­ται το μέλ­λον. Θα με αγα­πά­ει λι­γό­τε­ρο τώ­ρα; Ποιος; Η Ισα­βέλ­λα. Θα με αγα­πά­ει λι­γό­τε­ρο; Γιε μου, θα εί­σαι πά­ντα αυ­τός με τον οποίο μοι­ρά­στη­κε τον πρώ­το της χο­ρό. Αλ­λά όχι τον τε­λευ­ταίο, μα­μά. Όχι τον τε­λευ­ταίο.

Άβυσ­σος

Ο πα­τέ­ρας μου έμα­θε την κα­τα­δυ­τι­κή του ικα­νό­τη­τα από τον πα­τέ­ρα του που εί­χε ορ­γώ­σει τους απέ­ρα­ντους ωκε­α­νούς προς ανα­ζή­τη­ση της χα­μέ­νης του Ατλα­ντί­δας. Εγώ πά­λι πή­δη­ξα στην κοι­λιά του ωκε­α­νού για mon amour. Για το μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νιο κο­λιέ που της εί­χα δώ­σει στην πρώ­τη μας επέ­τειο. Πέν­θη­σε την απώ­λειά του. Σκέ­φτη­κε ότι θα έφερ­νε κα­κή τύ­χη. Ότι μπο­ρεί να κα­τα­ριό­ταν την κα­λή μας μοί­ρα. Ανοη­σί­ες - εί­πα. Όταν απο­κοι­μή­θη­κε για να μην ξυ­πνή­σει πο­τέ, το έψα­χνα κα­θη­με­ρι­νά ανα­λο­γι­ζό­με­νος ότι αν μπο­ρού­σα να το βρω, θα μπο­ρού­σα να την ξα­να­ζω­ντα­νέ­ψω. Πό­σο λά­θος έκα­να. Το εί­χε κα­τα­πιεί ένα ακό­μα πιο άπλη­στο στό­μα.

Τε­λευ­ταία κα­τα­χώ­ρη­ση

Φεύ­γω κα­λή μου, μ’ έναν κό­μπο στο λαι­μό. Η πέ­να που χρη­σι­μο­ποιώ για να γρά­ψω στο ημε­ρο­λό­γιό μου εί­ναι στε­γνή και μπλο­κα­ρι­σμέ­νη. Από πού να ξε­κι­νή­σω; Αγα­πάς όπως ένας συ­νη­θι­σμέ­νος άντρας. Στό­μα κλει­στό. Αδιά­φο­ρο βλέμ­μα. Σιω­πές ασα­φείς. Μου αρέ­σεις, ξε­κι­νάς. Μου αρέ­σεις πο­λύ, προ­σθέ­τεις με­τά από μια αδύ­να­μη παύ­ση. Ότι ίσως, μια μέ­ρα, μπο­ρεί να με αγα­πή­σεις τί­θε­ται σε μέλ­λο­ντα χρό­νο. Έξω από το πα­ρά­θυ­ρο, κοι­τά­ζω τα κα­τα­πρά­σι­να λι­βά­δια που τα επι­σκέ­φτη­κε η βρο­χήꞏ τα πρό­βα­τα: μα­κρι­νές χρω­μα­τι­στές κη­λί­δες στο έδα­φος σαν ένα κα­ρου­ζέλ χρω­μά­των από πί­να­κες του Μο­νέ – τα πα­ρα­τη­ρώ από το βα­γό­νι του τρέ­νου που με απο­μα­κρύ­νει.
Αλ­λά όταν φτά­σω στο Λον­δί­νο Γιού­στον, τό­τε θα σκε­φτώ αν θα μεί­νεις στις σε­λί­δες ενός μι­σο­γε­μά­του ημε­ρο­λο­γί­ου και μπο­ρεί ακό­μη και να γυ­ρί­σω εκεί­νες τις πα­λιές, γε­μά­τες από γε­γο­νό­τα του πα­ρελ­θό­ντος…

Ση­μείο συ­νά­ντη­σης

Άγνω­στη σε όλους, η γυ­ναί­κα δεν μπο­ρεί να μην πα­ρα­τη­ρή­σει την αντα­νά­κλα­σή της. Θο­λή ανά­με­σα σε γραμ­μές σκό­νης και λά­σπης στο πα­ρά­θυ­ρο του βα­γο­νιού. Γε­ρα­σμέ­νη. Η πα­ρου­σία του εί­χε αναμ­φί­βο­λα αφή­σει τα ση­μά­δια της στο πρό­σω­πό της. Με ρου­φηγ­μέ­να μά­γου­λα και ισχνή – προ­σπα­θού­σε να κρα­τή­σει κά­ποια μορ­φή αξιο­πρέ­πειαςꞏ να κα­τέ­βει από το τρέ­νο σαν τον ανυ­πό­μο­νο επι­βά­τη που μό­λις πριν λί­γο απο­βι­βά­στη­κε από ένα αε­ρο­πλά­νο. Έτοι­μη τώ­ρα να τον εντο­πί­σει σε έναν σταθ­μό γε­μά­το κό­σμο. Μια στιγ­μή μα­ζί του εί­ναι γι’ αυ­τήν σαν να βλέ­πει ένα κομ­μά­τι του εαυ­τού της στην ει­κό­να του. Μό­νο που τα τα­ξί­δια αφή­νουν κά­ποιον με τό­σες πολ­λές προσ­δο­κί­ες και ψεύ­τι­κες φι­λο­δο­ξί­ες.
Έξω εί­ναι τώ­ρα σκο­τει­νά. Κα­λύ­τε­ρα να πε­ρι­μέ­νει το φως. Ευ­και­ρία να ηρε­μή­σουν τα μά­τια της για ένα – δυο λε­πτά. Του­λά­χι­στον στις ονει­ρο­πο­λή­σεις της μπο­ρεί να τον εφεύ­ρει ακρι­βώς όπως εκεί­νη θέ­λει. Να ζή­σει τη ζωή που επι­θυ­μού­σε να ζή­σει. Ίσως μέ­σα σε αυ­τές τις μι­κρές λί­μνες από ψέ­μα­τα να μπο­ρέ­σει να απο­σπά­σει όποια ελ­πί­δα κρί­νει απα­ραί­τη­τη για τη συ­νέ­χι­σή της, εί­τε αυ­τό ση­μαί­νει να εί­ναι μα­ζί του εί­τε όχι.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: