Είκοσι οκτώ χιλιάδες στίχοι κι ούτε μια λέξη για τον εαυτό σου.
Το φόρεμα την τραβάει για να προχωρήσει. Βλέπει το ρολόι της. Σε πέντε λεπτά πρέπει να είναι εκεί
Τα γόνατά μου έτρεμαν αλλά ευτυχώς κινούνταν. Ένιωθα ότι προχωρούσα στο δάσος, μια νοτισμένη μέρα από την προηγούμενη νεροποντή
Κι ένιωσα τότε όλη την κούραση που ερχόταν καθώς η αγάπη μου θα γινόταν αγάπη για ένα σώμα που θα επέμενε χωρίς εσύ να είσαι εκεί
Διασώστης πουλιών είναι αυτός που βγάζει τα σπουργίτια από το στόμα της γάτας.
Eκεί θα συζητήσουμε / για το χώρο και το χρόνο / για τον Σεφέρη και το γιασεμί / και το μέλλον θα φαίνεται σαν άχρηστο
Όσοι μου τράβηξαν τις χαρακιές / δεν θα έχουν τη χαρά / να δουν το χάραμα μες απ’ το χαράκωμα
Σ' αυτό το όνειρο είναι Γενάρης και τον Γενάρη τα μαλλιά σου μακραίνουν από τη βροχή
Μια νύχτα κόκκινη στα σωθικά μου / γκρεμιζόταν σαν άλλο σώμα / κι έπινε αργά το φως μου
«Άσπρο το θέλει», ακούστηκε πάλι η φωνή του θείου κι ένα μουρμουρητό βαθύ, φωνή γδαρμένη από το τσιγάρο και τα κλάματα
Μα γλιστράει ο ήλιος / και πετάω το σκοινί / δαγκώνω σφιχτά / τον κρατώ σταθερό / για να γυρίσεις / ξανά
Μπορεί και να το βρει κανείς υπονοούμενο σε κάποια διφορούμενη απόδοση ενός αγγλικού αριστουργηματικού ποιήματος