Η ζωή μου στα δύο. / Εσύ θα μαθαίνεις ποδήλατο / κι εγώ με μια πιστωτική θα αγοράζω ρούχα.
Υπογραμμίζω τα γράμματα / τσακίζω τη σελίδα / τσακίζω την υπόνοια / πως είμαι ολομόναχη εδώ
Μια στάμνα είσαι τώρα, μια δεξαμενή! και βύθισε μια αντλία μέσα μου που τρύπησε ως κάτω από τη γη και κάτω απ΄ τους πυθμένες
Μέλι και γάλα πνίγομαι —το στόμα μου κιβούρι / Απ' την ανάσα μου ανεβαίνει o νεκρός / Να δω τι θα βρεις να πεις να τον γλυκάνεις
Κλαιγόσουν –δήθεν– για τα καυτά τα βότσαλα / μα εσύ με μάρκαρες βαθύτερα κι από πυρωμένο ατσάλι
Το βράδυ όμως που κοιμούνται οι βεβαιότητες, ξυπνούν οι ανατροπές
Κι έπειτα εκείνο το προγκρέσιβ ροκ «στης Κλυταιμνήστρας την ποδιά» από το κόρους των μυγών το ακατάπαυστο
Αρκεί να εισέπνεα μια ανάσα της μορφής σου. / Τότε γύριζα σπίτι και ονειρευόμουν έναν κόσμο γεμάτο από σένα.
Φορούσα τα συνηθισμένα: μπάτσος, ναύτης, πυροσβέστης / διότι σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρωτοτυπία διαλύει τις φαντασιώσεις
«Δεν πρέπει να σε συλλάβουν! Είναι η τελευταία σου αποστολή!»
Ευτυχώς δε με λένε όνομα που να γιορτάζει, γάμο δεν έκανα, δεν είχα με λουλούδια εγώ να κάνω. Και στο κατευόδιο, μοναχή απόμεινα…
Δεν έβγαινε από εκεί αν ο ιδρώτας δεν κυλούσε από το πρόσωπό του. «Λιώσαμε και σήμερα τις αμαρτίες μας», μου έλεγε