Αν δεν σας αφορά, αγνοήστε το & άλλα παρόμοια


VIS-À-VIS (Δυο πορτρέτα)

Θυμήσου, εγώ δεν είπα τίποτα, μόνο εσύ
άκουσες. Mετρώντας τις μέρες―ηλιόλουστες
μέρες: Αλκυονίδες. Έτσι δεν είναι; Μιλήσαμε
για τη γνωριμία. Για το πόσο εξαρτημένες
είμαστε. Για την ανάγκη που νιώθουμε
να το κάνουμε. Ο ανταγωνισμός μας είχε
μια γόνιμη κλίση προς το κυρίως πιάτο. Μάθαμε
πόσο ευάλωτα μπορούν να γίνουν τ’ αρνητικά
συναισθήματα την ώρα που βγαίνουν
οι αστάθμητοι παράγοντες της ζωής βόλτα στο δρόμο
ψάχνοντας για λίγη τρυφερότητα―μια εμπειρία
που όλοι θέλουν να ζήσουν. Κι’ αυτή ήταν
η λεγόμενη ζωή έξω ―μουσική, κρασί, κεριά
ήταν τ’ αγαπημένα σου―, τότε, πριν χρόνια, όταν,
θελκτική για πάνω από έξι μήνες μου είπες: Έχω
μία συλλογή από σπάνιες απρέπειες στην καρδιά.
(Θυμάσαι το χέρι που σ’ έπιασε;) Κι εγώ σου είπα:
Αν είσαι με αυτήν που θέλεις η ατμόσφαιρα
φτιάχνεται από μόνη της. (Θυμάμαι, είπες, αλλά
δεν θέλω να θυμάμαι.) Και τον τρόπο που οι ζωές μας
εξαρτώνται απ’ αυτό το άγαλμα· και τον τρόπο
που το άγαλμα αντιστρέφει την κατάποση.
(Γέλασες.) Αλλ’ αυτό που βλέπουμε κάτω
από την έκταση του ήταν αυτό που εδώ και χρόνια
ενθαρρύνει τους άλλους αυτής της πολιτικής
αποκρυπτογραφήσεων. Σκιώδεις θιασώτες
απορροφημένοι από τα γεμάτα σημάδια χνώτα
της δημιουργίας στη γαλανή επίστρωση τ’ ουρανού,
δείχνοντας εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα
που πήρε η ζωή τους στη γη, από κάποια απόσταση,
στο βάθος της γαλαρίας. Κι έτσι γνώριζαν κι αρέσκονταν
να λένε ιστορίες για μας και γι’ αυτόν, «Μετρώντας τις μέρες,
τις ηλιόλουστες μέρες: Αλκυονίδες· αυτές δεν είναι;»


Τ' όνομά της στον αντικειμενικό χώρο

είναι τόσο συχνό που τρώει απ’ τα προαισθήματα μου
όλη την ώρα. Επιλέγω, κι αν επιλέξω αυτό δεν σημαίνει
πως η αναντίρρητη εκδοχή του καθολικού ενδιαφέροντος
δεν θα μεροληπτήσει, κάνοντας διακρίσεις, εις βάρος μου―πάλι. Οι ελιές
μεγάλωσαν και πλήθυναν, αμετακίνητοι
καφέ σχηματισμοί ορατοί πλέον στο δέρμα. Η αποδοχή
που ποτέ δεν συμπίπτει, κι ολ’ αυτά με την παρότρυνση να κυλάει
ανεμπόδιστα, στον αέρα, ανάμεσα σε μια καλαίσθητη περίμετρο
και στ’ όραμα που δείχνουμε εντός της. Έτσι,
μια σύνθετη τάνυση καλύπτει την ακοή με προφορικές συμβουλές για την
                κατανόηση, πυκνά μαλλιά
καιρό τραβηγμένα πίσω μιμούνται τη θάλασσα, ενόσω
φλύαρα δάχτυλα ανοίγουν δρόμο σαν καυστικοί ανιχνευτές
μέσα σε κόμπους από τρίχες. Το καράβι παραλαμβάνει
εκ νέου τους επιβάτες του. Η κίνηση του αναπτύσσεται
δίπλα σε κρούσματα κυμάτων, βραχύχρονα
αριστουργήματα: όλα τους κύματα, κανένα μη-κύμα. Το νερό ανοίγει
με μια οικειοθελή παραχώρηση που κατόπιν
συνωστίζεται στο δικό της μέλλον, συμμετέχοντας
στις συνεχείς ανανεώσεις της κρυφής δουλειάς ενός που δουλεύει
στο υπόγειο με τα ρέοντα. Όχι πολύ μακριά
από πολύ εδώ οι δρόμοι έχουν τη δική τους μεταβλητή
ασφαλτόστρωση για τον κόσμο και την αγάπη. Αυτό είναι κάτι
που το έχουμε ζήσει, μολονότι ελάχιστες φορές ορισμένοι
καθησυχαστικά το δέχονται.
                         Αν το ρόδο εκκενωθεί
απ’ το βλαστό του θα βλάψει τ’ αγγούρια; Η γη
θα πάψει να δίνει φρέσκα προϊόντα εθισμένη
στη φυσική της επιμήκυνση; Ή μήπως υπάρχουν πράγματα που
υποτίθεται πως δεν πρέπει να ξαναπροσπαθήσουμε; Όλες
οι μέρες μαζεμένες σε μια σακούλα σαν οικογενειακές φωτογραφίες
φυτρωμένες σ’ ένα θάμνο γεμάτο ιδέες και πράγματα και ιδέες
γι’ αυτά τα πράγματα. Το αστικό ποταμάκι που κατεβαίνει
σέρνοντας αναυτόνομα αποτσίγαρα
και απαξιώσεις, σαρώνεται από έναν σε μια πλωτή πλύση
εγκεφάλου. Ως κάποιο βαθμό νιώθεις πως αφήνεις πίσω σου
μια αρρώστια τρέχοντας να συμφιλιωθείς
με τα πρόσωπα και το χρόνο που έχεις, το λες υγεία, φροντίδα,
και το εκτιμάς κάθε φορά που μαζί του τα καταφέρνεις. Κι έτσι
πηγαίνουμε, προτιμώντας ισχνές ενοχλητικές σκέψεις
από το παρελθόν να καταρρεύσουν δίχως τίποτα
το συγκλονιστικό, κάποια στιγμή, στον ερασιτεχνισμό τους.

Ένα πουλί σκιαγραφήθηκε στη φωτεινή χάρτινη κίτρινη
καρδιά, ήρθε να κάτσει σε ό,τι έχω. Θα μπορούσα να επεκτείνω
τη βόλτα μου σαν τις σταγόνες που μεταναστεύουν
σε ποτάμια και θάλασσες, σωρείτες που ρίχνουν ό,τι πήραν
από κάτω πάλι πίσω, αλλά πρέπει ν’ αφήσω αυτή την φαυλότητα
απείραχτη, τις ζωτικές εκκρεμότητες, τις σταγόνες
απ’ το μουλιασμένο ταβάνι χωρίς περιορισμούς 
να ξεκολλήσουν· να μην δώσω
μεγάλη σημασία, αν το πρωί που έρχεται είναι η αρχή ή το τέλος
των δυνατοτήτων, και πως κάθε φορά που πλησιάζω
να σου μιλήσω να υποθέσω πως εσύ είσαι εκεί
και μ’ ακούς, στην αυτοπαρουσίαση μας, στην τελική λήψη
μιας σκέψης, στην έκφραση μιας εύγλωττης σιγής που σχημάτισαν
τα χείλη ενός αλάθητου μισόλογου στο στόμα.



Αν δεν σας αφορά, αγνοήστε το

«Ξέρω πώς την λένε, αλλά δεν ξέρω πού μένει», είπα ήρεμα
στον οδηγό της μοτοσυκλέτας που με διακινούσε. Μου ήρθε να πηδήξω
στην επόμενη στροφή, εκεί, ωστόσο κρατήθηκα, διότι δεν ήθελα
να πέσω και να τσακιστώ, συν το ότι θα άφηνα μόνο του το παιδί.
Ξέρεις, αυτό που μεταφέρει όλο αυτό το βασίλειο χαρών·
που μεσολαβεί για τους αψίκορους, αυτούς που ξάπλωσαν
με τα πόδια στο χαλί, ανοιχτά, ευήνιοι και άστατοι.

Αλλά, αν έλθεις από εδώ ―το βλέπεις;― υπάρχει ένα μέρος
όπου άνθρωποι συναντιούνται. Άνθρωποι στέκονται ο ένας
απέναντι στο άλλο και μιλάνε γι’ αυτούς. Μιλάνε για την ζωή τους―
για το πώς θα ήταν αν ζούσαν μαζί. Και μιλάνε, και όσο μιλάνε
η ατμόσφαιρα γίνεται πιο γλυκιά, ο φωτισμός χαμηλώνει, τα χέρια τους
σμίγουν και χαϊδεύονται, τα κεφάλια τους πλησιάζουν κοντά,
τα χείλη τους αγγίζουν τα χείλη του άλλου, κλείνουν τα μάτια και …

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: