Ο Στιχουργός

Χαρακτικό τού John Craxton (1950)
Χαρακτικό τού John Craxton (1950)



Ήρθες κιόλας; Σε περίμενα πιο αργά. Τι ώρα είναι; Εφτά δεν είχαμε πει; Εφτά είναι; Πω, επειδή άλλαξε η ώρα. Μπερδεύτηκα. Τέλοσπάντων, έλα, έλα μέσα. Έλα, μπες. Στάσου λίγο, να μαζέψω τα μπουκάλια, δεν πρόλαβα γιατί άλλαξε η ώρα. Εκτός αν δε σ' ενοχλούνε. Όχι; Ωραία, κάτσε. Σου μυρίζει τσιγάρο; Δε μπορώ να καταλάβω, είμαι λίγο μπουκωμένος. Τέλοσπάντων, κάτσε ν' ανοίξω το παράθυρο. Δεν έχει κρύο έξω, ε; Ντάξει κι αν έχει λίγο δεν πειράζει, καλό κάνει και λίγο κρύο, σκληραγωγεί. Φαντάζεσαι τα Σπαρτιατόπουλα εκεί πάνω στον Ταΰγετο, να σκοτώνουν αγριογούρουνα μόνο με τα νύχια τους και να περνάνε βδομάδες ολόκληρες τρώγοντας σπόρους απ' το χώμα, να γκρινιάζουν για το κρύο; Δε γίνεται. Το μέλλον της Σπάρτης πρέπει να στηρίζεται σε γερά χέρια, αλύγιστα, όχι σε κρυόκωλους και αδερφούλες. Μην το γράψεις αυτό. Δεν το εννοώ έτσι όπως το πα. Αλλά κατάλαβες τι θέλω να πω.
Τέλοσπάντων, θες κάτι να πιεις; Έχω διάφορα. Σίγουρα μερικές μπύρες στο ψυγείο, νομίζω έχει μείνει κι ένα κρασί. Για δες, αυτό το τσίπουρο έχει μέσα τίποτα; Όχι; Για κάτσε να δω, κάπου εδώ έχω ένα ουισκάκι. Αυτό κανονικά δεν το μοιράζομαι, αλλά χαλάλι. Καφέ; Όχι, όχι, δεν έχω, δεν πίνω καφέ. Με πειράζει στα νεύρα. Νερό; Καλά εντάξει. Σκέτο ή να σου βάλω και λίγη σόδα; Χαχαχα, όχι, πλάκα κάνω. Έρχομαι, κάτσε, μη φύγεις. Θα φέρω και μια μπύρα για μένα.
Η μπύρα έχει το καλό ότι σε μουδιάζει απαλά, σταδιακά. Μετά την έκτη δηλαδή· αυτό είναι το κακό βέβαια. Θες πολλές, γι' αυτό και καμιά φορά προτιμώ ν' αρχίζω αμέσως τη μέρα με κάτι πιο σκληρό. Αλλά αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί το σκληρό μπορεί να σε φέρει σε δύσκολη θέση, ξέρεις, να σε κάνει πιο παρορμητικό, πιο απότομο, πιο σκληρό, ε, γι' αυτό είναι και σκληρό. Με τις μπύρες έχεις καλύτερο έλεγχο, αρκεί να μπορείς να κάνεις λίγη υπομονή. Εγώ έχω κάνει πολλή υπομονή στη ζωή μου, οπότε τ' αντέχω. Ντάξει, όχι πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές. Νερό; Στο 'φερα. Α, αν πίνω. Ναι, πίνω, φυσικά, κάθε πρωί. Και μες στη μέρα εννοείται, απλά σε στέρεη μορφή. Ντάξει, δεν κάνει καλό και το πολύ νερό, πειράζει τα νεφρά και φέρνει συνέχεια κατούρημα. Όλα θέλουν ένα μέτρο, έτσι δεν είναι; Έτσι είναι, βέβαια. Τσιγάρο; Όχι; Καλά.
Τέλοσπάντων, μην τα λέω όλα εγώ, κάνε κι εσύ καμιά ερώτηση, τι σκατά δημοσιογράφος είσαι; Χάθηκα; Εγώ χάθηκα; Όχι, όχι φίλε μου. Εγώ εδώ είμαι. Εσείς χαθήκατε και με ξεχάσατε. Να τα λες τα πράματα όπως είναι. Εγώ δεν πήγα πουθενά, εσείς μ' αφήσατε. Καλά, ντάξει, δεν έχω παράπονο, δεν γκρινιάζω, έτσι είναι αυτά. Απλά μην το ρίχνεις σε μένα το μπαλάκι. Ναι, οκέι, δε γράφω. Δεν έχεις άδικο εδώ. Όχι, όχι, δεν τα παράτησα, όχι ακριβώς. Να, απλά περνάω μια περίοδο έτσι λίγο περίεργη. Σε όλους συμβαίνει. Είναι ανθρώπινο, όχι; Ναι, βέβαια. Είναι τόσος καιρός; Ναι, βασικά γράφω, δεν είναι ότι σταμάτησα, ποτέ δε σταμάτησα. Απλά, πώς να σου πω, τα πράματα που γράφω τώρα δεν είναι για παραέξω. Καταλαβαίνεις; Ε να, γι' αυτό, γιατί δεν καταλαβαίνει ο κόσμος. Ο κόσμος μ' έμαθε και μ' αγάπησε γι' αυτό που ήμουν κάποτε, ποτέ δε θα μπορέσει να μ' αποδεχτεί γι' αυτό που έχω γίνει. Το ξέρω, ναι. Μπορώ να το καταλάβω. Δε σου λέω μαλακίες. Ο κόσμος γουστάρει μια μάρκα, ένα μπραντ, εντάξει; Όπως εγώ ας πούμε γουστάρω ουίσκι ιρλανδικό κι όχι σκοτς. Αν η μάρκα που πίνω ξαφνικά γίνει σκοτς νομίζεις θα συνεχίσω να την παίρνω; Όχι προφανώς. Ε έτσι είναι, αν αυτό το μπραντ αλλάξει, ο κόσμος πια δεν το γουστάρει. Είναι απλό. Αν εγώ σου έδινα μια ζωή στίχο καψούρικο, αν ξαφνικά σου δώσω στίχο εναλλακτικό, υπαρξιακό ή δεν ξέρω γω τι, ε θα χάσεις πάσα ιδέα. Θα απογοητευτείς. Έτσι δεν είναι; Θα με κράξεις για μια δυο μέρες στο ράδιο και στο ίντερνετ, θα πεις ότι γέρασα και το χασα, και μετά θα με ξεχάσεις εντελώς. Ε λοιπόν, εγώ προτιμώ να με ξεχάσεις χωρίς να γίνει καθόλου το πρώτο. Αν ήθελα δημοσιότητα θα την είχα. Όχι. Προτιμώ να μη μιλάνε καθόλου για μένα, παρά μόνο όταν ακούνε κάποιο παλιό τραγούδι μου και συγκινούνται. Έτσι θέλω να μείνω. Είναι παράλογο; Ε όχι, δεν είναι. Κάτσε να φέρω άλλη μια μπύρα.
Δεν έχω μεγάλο εγώ, όχι, έχω τόσο όσο. Τι μαλακίες ρωτάς τώρα; Σου μοιάζω για εγωιστής; Έχω γνώθι σαυτόν, ναι, τι θες να σου πω; Ότι δεν αξίζω φράγκο; Αυτό θες ν' ακούσεις; Ε δεν είναι αλήθεια. Δες απλά την πορεία μου, δες τους στίχους μου. Δηλαδή τι, ήταν κακό το «Κι υποφέρω και δεν πάω με άλλη, γιατί είσαι η μια, η αγάπη η μεγάλη»; Στιχάρα ήταν. Μίνιμαλ και γεμάτη νόημα. Τι θες, κάτι πιο σύνθετο; «Στην αυλή μου, στη ζωή μου, νυχτολούλουδο, που στη γλώσσα σου ανθίζω μόνο σούρουπο». Ποιος έχει γράψει ποτέ κάτι τέτοιο; Δε λέω ότι αξίζει και Νόμπελ, εντάξει, απλά το ότι έκανα για μια στιγμή όλη την Ελλάδα να κοιτάει το βράδι ποιο λουλούδι ανθίζει και να σκέφτεται τον έρωτα που έχασε, ε, είναι κάτι. Είναι μεγάλο, πώς να το κάνουμε τώρα; Έκανα μια μεταφορά που κανείς δεν είχε σκεφτεί κι όμως άγγιξε τους πάντες. Ή το «Κάθε νύχτα που μαράζω και με καίει το πρωί, να το ξέρεις στην καρδιά σου πως σ' αγάπησε πολύ το πιο άξιο παιδί»; Αυτό μάλιστα ήταν μ' ένα τρόπο και συνέχεια του προηγούμενου, επειδή ήμουν νυχτολούλουδο, αλλά όσο περνούσε η νύχτα μαράζωνα μέχρι που 'ρθε το πρωί και ξεράθηκα τελείως, κατάλαβες. Δημιουργώ μια συνέχεια, μια μυθολογία. Ή το «Μα αν μ' αγαπάς ακόμα μείνε και θ' αλλάξω, και θα γίνω όλα όσα ήθελες να είμαι, κι άμα τη μπόρα δε μπορέσω να κοπάσω, θα την αφήσω να με πνίξει, μόνο μείνε». Μόνο μέσα απ' το λαϊκό μπορείς να πεις τόσο λίγα λόγια που να έχουν τόσο νόημα. Κι εγώ ναι, δεν ντρέπομαι να το πω, το έφτασα στα όρια του. Και μπορεί και να τα υπερέβην. Τι, είμαι εγωιστής; Είμαι αλαζόνας; Ε όχι, δεν είμαι. Αλλά δεν είμαι και μαλάκας, καταλαβαίνω πότε κάτι έχει πραγματικά αξία.
Γιατί σταμάτησα; Δε σταμάτησα, στο είπα, αλλά καταλαβαίνω τι ρωτάς, ναι. Άλλαξα. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Έτσι δε γίνεται πάντα; Συνέχεια αλλάζουμε, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, ποιος ξέρει, ποιος το κρίνει; Εντάξει, κάτι μένει, ένας πυρήνας. Όταν ακούς τις επιτυχίες του παρελθόντος, εγώ τις έγραψα, εγώ είμαι πάλι, δεν είναι κάποιος άλλος. Απλά δεν είμαι το ίδιο πια μ' αυτό που ήμουν τότε. Καταλαβαίνεις; Ναι, έτσι είναι. Το πως τώρα δεν ξέρω αν έχει μεγάλη σημασία. Κάτσε να βάλω λίγο ουισκάκι, νύχτωσε κιόλας. Αλλά ξέρεις τι; Θα στο πω. Ναι, θα μαι ειλικρινής απόψε μαζί σου. Ήρθες στο σπίτι μου, να μου μιλήσεις, να με ρωτήσεις, να με ακούσεις, θα 'ταν αγένεια να μην είμαι ειλικρινής απέναντί σου. Λοιπόν είναι απλό. Σταμάτησα γιατί δεν είμαι πια ερωτευμένος. Δεν είμαι καψούρης, εντάξει; Εγώ αν δεν καψουρευόμουν δεν έγραφα. Τόσο απλά. Αν δεν έβγαινε απ' την καρδιά δεν είχε κανένα νόημα. Και γι' αυτό όλα όσα έγραψα άξιζαν και αξίζουν. Και γι' αυτό και γελούσα όταν με συγκρίνανε με τον Φαίδρο. Καμία σχέση. Ντάξει, έχει γράψει και κάποια καλά, δε λέω, συμβαίνει, μα γενικά αυτός είναι ρομπότ, γράφει απλά για να γράφει. Εγώ... εγώ δεν έγραφα απλά για να γράφω. Έγραφα γιατί το νιωθα, κατάλαβες; Δέχομαι να με συγκρίνουν μόνο με τον Πρωταγόρα και τον Κρίτων Γκάτσο. Εντάξει; Μόνο μ' αυτούς μπορώ να συγκριθώ σ' αυτή τη χώρα. Όλοι οι άλλοι θα αντικατασταθούν απ' τις τεχνητές νοημοσύνες και κανείς δε θα το πάρει χαμπάρι. Εμένα ο έρωτας με έτρεφε, κι αυτό δε θα το νιώσει ποτέ καμία μηχανή. Και καμία μηχανή και κανείς που λειτουργεί σα μηχανή δε θα αντικαταστήσει εμένα. Και καμία μηχανή δε θα με φτάσει, κι όλοι αυτοί που λειτουργούν σα μηχανές, ποτέ δε θα καταλάβουν τι πραγματικά έχει αξία και τι εγώ προσπάθησα και πέτυχα στη ζωή μου. Εγώ έγραφα γιατί ερωτευόμουν, κι ερωτευόμουν γιατί έγραφα, καταλαβαίνεις; Η καψούρα ήταν η ζωή μου και η ζωή μου η καψούρα.
Ξέρεις πόσες φορές έχω ερωτευτεί; Ούτε εγώ! Είναι πραγματικά αμέτρητες. Μια περίοδο ερωτευόμουν σχεδόν μια φορά το μήνα. Κάθε φορά κι άλλη γυναίκα σου λέω, έτσι; Εντάξει, με κάποιες δούλεψε καλύτερα, κράτησε λίγο παραπάνω, με κάποιες χωρίζαμε κι έπειτα τα ξαναβρίσκαμε, ξέρεις πως πάει τώρα. Αλλά γενικά, στο σταυρό που σου κάνω, κάθε μήνα ήμουν και με άλλη. Ντάξει, δεν είμαι και περήφανος που το λέω, αλλά έτσι ήταν. Βασικά, γιατί όχι; Ναι, είμαι περήφανος. Εγώ τη ζωή την ξεζούμισα, γι' αυτό και έγραψα αυτά που έγραψα και που λάτρεψε όλος ο κόσμος. Και στην τελική δε μπορούσα να κάνω και κάτι άλλο. Αυτός είμαι. Τόσο άντεχα και τόσο με άντεχαν. Μην το παίρνεις στραβά όμως, δεν ήταν ξεπέτες ξέρω 'γω ή κάτι τέτοιο. Όχι, ήταν στ' αλήθεια καψούρες. Υπήρχαν πραγματικά αισθήματα, δεν ήταν όλο σόου. Φίλε μου, έλιωνα στ' αλήθεια, κάθε φορά, κάθε φορά το ίδιο. Κάθε φορά πέθαινα και ξαναγεννιόμουν. «Μήπως ήμουν νεκρός, με τα μάτια κλεισμένα, μήπως βρίσκω το φως τώρα που 'δα εσένα;». Στιχάρα. Κάθε χωρισμός μια πυρκαγιά, κάθε νέα καψούρα μια νιρβάνα. Κι ας ήξερα πως πάλι στη φωτιά και το σκοτάδι και την πίκρα θα κατέληγε. Κι ας το ξερα. Να σου πω, είσαι μ' αμάξι; Ναι; Ωραία. Λοιπόν θα πάμε να συνεχίσουμε σ' ένα μπαρ εδώ κοντά, πολύ ωραίο, γκρουβάτο, αλλά έτσι χαλαρό, δεν έχει πολύ κόσμο. Σήκω, πάμε. Παίρνω μια μπύρα για το δρόμο και φύγαμε.

Ξέρεις ε, το καλό με τις μπύρες είναι ότι σε χορταίνουν κιόλας. Ξέρεις τι σημαίνει η λέξη μπύρα στα γερμανικά; Υγρό ψωμί. Ναι, μα αυτό είναι ουσιαστικά, ένα ψωμί σε υγρή μορφή. Άρα και να μην έχεις φάει καλά μες στη μέρα, με μερικές μπύρες γίνεται η δουλειά. Τι λέγαμε; Α, ναι, ο έρωτας. Τι πράμα κι αυτό, ε; Μια ανεμόσκαλα απ' τον παράδεισο στην κόλαση. Να, αυτό ας πούμε θα μπορούσε να γίνει στίχος. Αλλά όχι, φίλε μου. Αυτό είναι ένα απλό διανόημα. Το σκέφτομαι αλλά δεν το νιώθω. Τώρα δεν το νιώθω. Δεν το νιώθω όπως το ένιωθα. Τώρα είναι... δεν ξέρω. Κάπως πιο περίπλοκο. Στρίψε εδώ και πάρκαρε όπου μπορείς.
Ξέρεις, μέσα μου παλεύουν δυο αντίθετες δυνάμεις, ένα γιν γιανγκ να πούμε, κάτι τέτοιο. Σ' όλους τους ανθρώπους έτσι είναι, απλά ξέρεις, κάποιοι συμβιβάζονται μόνο με τη μια δύναμη και την άλλη την καταστέλλουν. Εγώ δεν το κάνω αυτό, δεν το μπόρεσα ποτέ κι ούτε το θέλω. Εγώ τις αφήνω και τις δυο να βράζουν μέσα μου και να πολεμούνε. Πατήρ πάντων πόλεμος, έτσι δεν είναι; Εγώ μέσα στον πόλεμο αυτό είμαι στρατιώτης, κι έτσι μάχομαι και δουλεύω κι έτσι κατάφερα και όλα όσα κατάφερα. Τη μοναξιά τη μισούσα και όμως εν τέλει την αποζητούσα. Αυτές είναι οι δυο δυνάμεις ας πούμε, η μοναξιά και το αντίθετό της. Είναι ο έρωτας αυτό; Δεν ξέρω. Ο έρωτας δεν κρατάει για πάντα. Φαντάζομαι το αντίθετο της μοναξιάς είναι αυτό το κάτι που κρατά για πάντα και που για πάντα το μοιράζεσαι με ένα πρόσωπο, μια γυναίκα. Και κάπως το ήθελα κι αυτό αλλά δε μπόρεσα ποτέ στ' αλήθεια να το φτάσω, στην ολότητά του. Στη μπάρα θα κάτσουμε. Θα πιεις τώρα κάτι, μη μου λες για νερά και μαλακίες. Εγώ κερνάω. Ε, μπαρτέντερ! Δυο ουίσκια, δυο πάγοι. Ναι, η καψούρα είναι κάτι σπουδαίο, κάτι τρομερό, έτσι; Δε θα ήμουν τίποτα χωρίς την καψούρα. Αλλά δεν είναι και αυτό το απόλυτο. Είναι απόλυτο στη στιγμή, αλλά όχι στο βάθος του χρόνου, κατάλαβες; Αυτό που υπάρχει στο βάθος του χρόνου είναι κάτι που ξεπερνά και την καψούρα και τη μοναξιά, είναι, πώς να στο πω, είναι μια μεγάλη νίκη στον πόλεμο. Συμβιβασμός είπα πριν; Ναι, δεν ξέρω. Ίσως είναι και τα δυο. Ίσως μόνο έτσι να νικιέται και να τελειώνει στ' αλήθεια ένας πόλεμος, μέσω ενός συμβιβασμού. Δεν το τόλμησα. Θα κριθώ και ήδη κρίνομαι γι' αυτό. Κάθε μέρα κρίνομαι για όλα όσα έχω κάνει. Απ' την άλλη, κι η μοναξιά είναι δάσκαλος μεγάλος. Τι μπορεί να ξέρει για τη ζωή κάποιος που δεν έχει ζήσει μόνος του; Τι μπορεί να έχει καταλάβει απ' αυτή τη μεγάλη παραφροσύνη γύρω του; Δεν ξέρω, φίλε, δεν ξέρω. Πώς το 'πε ένας; Υπάρχει ένα ειδικό μέρος στην κόλαση για όσους σε καιρούς πολέμους δε διάλεξαν πλευρά; Κάπως έτσι. Έ ίσως αυτό το ειδικό μέρος στην κόλαση να είναι και δικό μου μέρος.
Τώρα; Τώρα ναι, μόνος. Ολομόναχος. Σημεία των καιρών. Εντάξει, το επιζήτησα. Δεν κατηγορώ κανέναν. Δε ρίχνω αλλού ευθύνες. Έκανα τα λάθη μου, κι όπως λέει κι ο Οιδίποδας, τα λάθη μου τα έπαθα. Κάποια τα 'χω καταλάβει, κάποια όχι. Είναι κι οι γυναίκες δύσκολο πράμα ρε αδερφάκι μου. Άλλα λένε, άλλα θέλουν, άλλα καταλαβαίνουν. Κάποιες δε μπορούν να μείνουν πιστές με τίποτα, ό,τι κι αν κάνεις, όποιος κι αν είσαι. Ξέρεις τώρα. «Δε μ' ακούς, δε μ' ακούς, κι όλο κάνεις παρέα μ' αυτούς, τυραννία ο έρωτας μου, μάλλον ψάχνεις καινούριους δεσμούς». Καλός στίχος. Αλλά πιο καλός αυτός: «δε με νοιάζει, δε σε νοιάζει, οι δρόμοι που τραβάμε, κι η ψυχή σου, κι η ψυχή μου, στο πουθενά πονάνε». Δηλαδή χάνεται πια η κατανόηση, η σύμπλευση, και οι επιλογές αλλάζουν αλλά είναι όλες εξίσου λάθος και εξίσου πονάμε το ίδιο, απλά χώρια. Μεγάλες αλήθειες που δε θα μπορούσα να 'χω γράψει αν δεν ήμουν αυτός που ήμουνα. Γι' αυτό και δε μετανιώνω. Δε μετανιώνω για τίποτα. Καλά, ίσως όχι. Δεν ξέρω. Μετανιώνω, μετανιώνω φίλε, μετανιώνω για τόσα πολλά πράματα, τόσα λάθη. Θεέ μου, συγχώρα με! Κάθε φορά ζυγιζόμουν και κάθε φορά βρισκόμουνα ανεπαρκής -Θεέ μου! Όχι, όχι, μην το γράφεις αυτό, μην το γράφεις. Παρασύρθηκα. Δώσε μου μια στιγμή να ανασυνταχθώ. Δεν πίνεις όμως, δεν πίνεις. Ε, φίλε! Άλλο ένα, ίδιο. Το ήξερα το όνομα του μπάρμαν αλλά το 'χω ξεχάσει, και τώρα ντρέπομαι να τον ξαναρωτήσω. Τέλοσπάντων.
Κοίτα, άκου, θα σου μιλήσω ειλικρινά. Καμιά φορά σκέφτομαι πως ερωτευόμουν απλά και μόνο για να γράφω. Ναι, αλήθεια, αυτό σκέφτομαι. Δεν το καταλάβαινα τότε -όχι πάντα- αλλά ίσως βαθιά μέσα μου να 'ταν πάντα έτσι. Γι' αυτό κι όταν περνούσε η μεγάλη η καψούρα έκανα, συνειδητά ή ασυνείδητα, ό,τι μπορούσα για να το διαλύσω. Ό,τι έχτιζα, ό,τι χτίζαμε, αν δεν είχε το αντίκρισμα που ήθελα το διέλυα. Εγώ το διέλυα. Αν δε μου βγαίναν πια οι στίχοι τα κατέστρεφα όλα, και πάλι απ' την αρχή. Ίσως τελικά αυτός να 'μαι. Δηλαδή, να, δεν ήταν ψεύτικο ακριβώς... Δεν είμαι αναίσθητος φίλε, δεν είμαι. Δεν ξέρω. Μήπως είμαι; Μήπως είμαι ένα τέρας; Ένα κτήνος; Ένας ανίκανος άνθρωπος που κάλυπτε πάντα την ανεπάρκειά του με στιχάκια; Αυτό είμαι; Πες μου, αυτό είμαι; Συγνώμη, όχι, μη μ' ακούς. Τι να πεις κι εσύ, δεν με ξέρεις καν. Συγνώμη, παρασύρθηκα πάλι. Όλα καλά.
Λοιπόν, εγώ ερωτεύτηκα βαθιά δυο φορές στη ζωή μου. Εντάξει; Δυο φορές. H πρώτη δε μετράει. Ήμουν μικρός και δεν έγινε και τίποτα. Μια σκέτη αποτυχία. Η πρώτη αποτυχία! Ακολούθησαν πολλές, αλλά καμία δεν είχε τόση αξία όσο αυτή και η επόμενη. Καλά, κάθε αποτυχία είχε μια αξία, τουλάχιστον για τους στίχους μου, κατάλαβες, αλλά εννοώ πραγματική αποτυχία, σαν αιώνια χαρακιά στην ψυχή μου, τραύμα κανονικό, τέτοια αποτυχία. Και μετά η δεύτερη... Η δεύτερη ήταν ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σ' έναν άντρα. Έναν άνθρωπο. Ήμασταν καιρό μαζί, ήταν η μεγαλύτερη σχέση μου. Ίσως και η μόνη αληθινή. Και μετά, μια μέρα, απλά τέλειωσε. Έφυγε. Έτσι απλά, έφυγε. Η παλιοπουτάνα! Όχι, όχι, μην το γράψεις αυτό, σε παρακαλώ, μην το γράψεις. Δεν είναι έτσι, δεν είναι. Δεν έφταιγε αυτή, δεν έφταιγε. Όλα εγώ τα χρεώνομαι, όλα εγώ τα κατέστρεψα. Και οι κωλοστίχοι μου. Και ο κωλοπόλεμος μέσα μου. Τι μαλάκας, τι μαλάκας είμαι! Θεέ μου γιατί, γιατί μ' έκανες τέτοιο τέρας; Όχι, ψυχραιμία. Ψυχραιμία. Το ήπιες το ποτό σου; Ωραία, πάρε άλλα δυο. Εγώ κερνάω. Δεν ακούω κουβέντα, πάρτα, τελείωνε.
Έτσι είναι. Μαθαίνεις να εκτιμάς ειλικρινά κάτι μονάχα όταν το χάνεις. Μεγάλη λαϊκή σοφία. Κρατάς στα χέρια σου χρυσό και το χώνεις στο συρτάρι για να παίξεις με το κομπολόι. Εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίνεις καν τι κάνεις. Νομίζεις πως θα ναι όλα πάντα όπως τ' αφήνεις. Αρχίδια. Τίποτα δε μένει το ίδιο. Όλα ακολουθούν μια ασταμάτητη πορεία προς τον πάτο, και για να μείνεις ψηλά θέλει μόχθο, φίλε, μόχθο και αίμα. Κοίτα, εντάξει, δε λέω ότι εκείνη τα ΄κανε όλα σωστά και πως μόνο εγώ ήμουν ο μαλάκας της ιστορίας. Η σχέση δεν είναι ζεμπέκικο. Χορεύουν και οι δυο. Κι αν και κείνη ήταν σωστή δε θα τα γαμούσε όλα στην πρώτη στραβή. Ή στη δεύτερη. Ή στην τρίτη... τέλος πάντων, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Δεν είναι κυρία μου η αγάπη πορτοφόλι, τόσα βάζω τόσα βγάζω. Εγώ είμαι στιχουργός. Τα πράματα τα δουλεύω αφού συμβούνε. Έτσι είμαι. Δε μπορώ να γνωρίζω εκ των προτέρων τι είναι σωστό και τι ναι λάθος. Κάτσε εδώ και δούλεψε. Πες τα, εξήγα μου. Δεν καταλαβαίνω; Ε πες τα καλύτερα να καταλάβω! Κι αν σου ρίξω και κανα μπινελίκι μες στο θυμό μου, ε και τι έγινε; Αυτό δεν είναι ο έρωτας; Ξέρω καλά τι είναι ο έρωτας, έχω αφοσιώσει όλη τη ζωή μου στον έρωτα. Ε ναι, λοιπόν, άντε γαμήσου! Ότι τι; Όλα εγώ; Εγώ φταίω για όλα τα στραβά της κοινωνίας; Που μες στη νύχτα με 'παιρνες τηλέφωνα και μου λεγες μαλακίες, που όλες σου τις φρίκες τις κάρφωνες στο σβέρκο μου; Ε, τι να κάνω; Τι να κάνω; Πες μου εσύ ρε φίλε, τι να κάνω, τι σκατά να κάνω; Όσο μπορούσα το 'κανα. Παραπάνω δε μπορώ. Αν τεντώνομαι και δε φτάνω, ε δε φτάνω. Δε φτάνω!
Τι λες; Ναι, βέβαια, δεν τελειώνει ο κόσμος. Δεν τελειώνει. Δηλαδή τελειώνει, αλλά ναι. Καταλαβαίνω πως το λες. Είσαι μικρός ακόμα, λογικό να σκέφτεσαι έτσι. Αλλά για μένα μάλλον τελειώνει. Όταν βλέπεις τα λάθη να συσσωρεύονται, και να βλέπεις την προσπάθεια σου ποτέ να μην αρκεί, και να βλέπεις ότι αφού έτσι έζησες τότε έτσι και θα πρέπει να πεθάνεις, ε εκεί καταλαβαίνεις ότι τελειώνει ο κόσμος. Όταν βλέπεις ότι τίποτα δε θ' αλλάξει γιατί απλά δε μπορείς, απλά είσαι ανίκανος. Πώς δεν τελειώνει; Έφτασα στο μέγιστο ύψος μου, τώρα απλά μικραίνω. Εγώ φταίω. Εγώ τα διέλυσα όλα. Εγώ, εγώ, ποτέ δε μπόρεσα να βάλω από κάτω το εγώ μου. Και αυτό το εγώ θα με σκοτώσει, όπως σκότωσε ό,τι καλό συνέβη στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν μπορώ, δεν ξέρω. Όχι, όχι, είμαι εντάξει. Μην ανησυχείς. Δεν είναι η πρώτη φορά που νιώθω σα να πνίγομαι μες στον Ατλαντικό, ούτε κι η τελευταία. Απλά είναι αχόρταγος κι αυτός ο ωκεανός. Απέραντος κι αχόρταγος. Έχεις πάει ποτέ στην Αμερική; Εγώ ναι. Νιου Γιορκ. Αστόρια. Δεν έμεινα. Μαλάκας. Μπορούσα να μείνω, είχα γνωστούς, μπορούσα να βρω δουλειά, καλή δουλειά. Ίσως να 'γραφα κι εκεί τραγούδια. Δεν τα μιλούσα τόσο καλά τα αγγλικά αλλά ντάξει, θέμα χρόνου ήταν κι εξάσκησης. Θα τα κατάφερνα. Δε θα 'γραφα λαϊκά, εντάξει, τι πειράζει; Ο στίχος είναι στίχος όπως και να τραγουδιέται. Τέλος πάντων, άλλη μια λάθος επιλογή. Μπαρτέντερ, άλλο ένα! Όλα λάθος. Πάντα λάθος.
Κι ύστερα έφυγε. Και μ' έκανε κουρέλι. Και, εντάξει, σου ΄πα, ούτε αυτή ήταν τέλεια, αλλά στο βάθος το ξέρω πως είχε κάθε δικαίωμα να φύγει. Εγώ το έδωσα το δικαίωμα, το έδινα καθημερινά με τις πράξεις και τις παραλείψεις μου. Γιατί ήταν πιο κοντά στην τελειότητα από μένα. Γιατί εγώ ήμουν ένα κατακάθι... Έγραψα τότε κάποιες επιτυχίες, δε θα σου πω ποιες, ίσως μπορείς να καταλάβεις. Οι τελευταίες μου επιτυχίες. Ακολούθησαν άλλες δυο-τρεις σχέσεις, μικρές, τιποτένιες, έγραψα κάτι στίχους, όχι καλούς, οργισμένους πολύ και γεμάτους μίσος. Εκεί άρχισε να με παίρνει η κάτω βόλτα... Μετά σταμάτησα για ένα διάστημα. Δε μπορούσα, δεν έβγαινε λέξη. Δεν είχε νόημα. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω κάποια πράματα που δεν είχαν αξία να αποτυπωθούν σε χαρτί. Ήταν δικά μου και δικά της μόνο, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις. Πράματα για Εκείνη. Η Οσία Εκείνη!
Τώρα όπως σου 'πα κάτι γράφω, ναι. Εδώ και κάποιο καιρό. Αλλά αυτά που γράφω πια είναι πολύ σκοτεινά, πολύ παράξενα. Με σιχαίνομαι γι' αυτά που γράφω. Αλήθεια φίλε, με σιχαίνομαι. Τις προάλλες έγραψα ένα ποίημα, και μέσα είχα έναν στίχο που έλεγε «υπερδιαλεξισμός ελλείψεων -αρνητική αποϋπόσταση- χιλιάδες μίλια σ' ένα κουκί στον τράχηλο, αποτυχία αντικατοπτρισμού στο υπερφανάρι που χύνεται». Δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτό! Δεν καταλαβαίνω. Δεν ξέρω πια τι είμαι. Δεν είμαι τίποτα. Τίποτα, τίποτα, τίποτα, Θεέ μου, τίποτα δεν είμαι. Κι αν είμαι κάτι είναι τόσο φρικτό, τόσο φρικτό αυτό που είμαι, Θεέ μου, συγχώρα με!
Πού πας; Φεύγεις; Όχι, μη φεύγεις, μη φεύγεις! Δε σου 'χω πει ακόμα τα καλύτερα. Δε σου είπα πως έγραψα το «μη ζητάς συγνώμη, δεν αλλάζω γνώμη, δεν αξίζεις τώρα πια»! Μα ούτε το ποτό σου δεν τελείωσες! Ε ναι, μια γουλιά. Χαράμι να πάει; Καλά, καλά, δεν επιμένω. Φεύγεις κι εσύ. Εντάξει, φύγε, ναι. Μην αφήνεις τίποτα, σου 'πα εγώ κερνάω. Εντάξει, ναι. Γεια. Τα λέμε.
Μπαρτέντερ! Τι πίνεις; Δεν πίνεις; Εντάξει, βάλε τώρα ένα, ό,τι θες. Εγώ κερνάω. Ένα σφηνάκι έστω, ρε συ. Όχι; Καλά, εντάξει. Βάλε μου άλλο ένα και πες μου τι χρωστάω. Πόσα; Φαρμακείο είσαι ρε φίλε μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: