Earendel

«The Exeter Book»
«The Exeter Book»


Ēala ēarendel, engla beorhtast,
ofer middangeard monnum sended

The Exeter Book* Christ I (στ. 104-5)

Είναι λέξεις το πρωί που μ’ αφανίζουν—
Μα επιστρέφοντας από την Μίνγκαρντ
στην αδειανή μου κάμαρα
παραβιάζω όλους τους κανόνες
π.χ ανακατεύω με κουταλάκι στο φλυτζάνι του καφέ
τον βιβλικό θεό μου διασώζοντάς τον·
μια ανεξήγητη περιδίνηση ωσότου χαθεί στον πάτο
αφήνοντας ένα μαιευτήριο άστρων στην επιφάνεια―
κι ένας αποτυπωμένος γαλαξίας αχνίζοντας
εισέρχεται στα ρουθούνια του γάτου μου
καθώς με περισπωμένη την ουρά του
ισορροπεί ανάμεσα στις πορσελάνες
νιαουρίζοντας για μια κονσέρβα ζωικού υπολείμματος

Δεν ήξερα μέχρι πρότινος πολλά πράγματα για τα ζώα
δεν ήμουν και δεν είμαι φιλόζωος·
δεν ντρέπομαι γι’ αυτό

Όταν περιμάζεψα τον γάτο μου
ο Στέργιος, τον βάφτισε Λούσιφερ
Έκτοτε τον παρατηρώ·
ρεμβάζοντας αξημέρωτα στο περβάζι
κοιτά τον ήλιο ν’ ανατέλλει σέρνοντας το πρώτο φως
απ’ τα βάραθρα του Υμηττού ως το Ιερό του Διός
ωσότου φανερώνεται η άθλια πόλη με τους υπνοβάτες της

Άργησα βέβαια να καταλάβω
πως το φως όλου του κόσμου είναι αιώνιο παρελθόν
Υποθέτω πως κι εσυ
παρότι είσαι νεκρός από το προηγούμενο βιβλίο
παραβιάζοντας όλους τους κανόνες
επιβιώνεις καταδικασμένος σ’ ένα αρχείο υπολογιστή
κατανοώντας τις ανησυχητικές εξελίξεις
που σημειώνω τηλεγραφικά
σε διπλό μοτίβο:

πολέμους που υποστηρίζουμε
πολέμους που καταδικάζουμε

νεκρούς που τους μετρούμε έναν-έναν
κι ανώνυμους
[παραχωμένους σε τάφους μαζικούς]

έθνη που δικαιούνται να εισβάλλουν
έθνη που δεν δικαιούνται ν’ αμυνθούν

την ιστορία του 20ού αιώνα
—παραλλαγές της μοιρασιάς στη Γιάλτα—
[ από αναθεωρημένες πηγές του 21ου αιώνα ]

κι άλλα
προσωπικά και μονοσήμαντα, σαν:

το φως που ξόδεψα για να σε συναντήσω
πόσο αγάπησα τον δολοφόνο σου, τον Νίτσε
πως κουράστηκα να ζω ελπίζοντας σε λάθος πράγματα
ότι το καλό μεγαλώνει στον αμνιακό σάκο του κόσμου
δίδυμο έμβρυο του κακού
πως συνήθισα να κοιμάμαι μισός και να ’μαι ευτυχισμένος
[ την γκρίνια του διπλωμάτη μου ]

Έτσι,
χώνομαι γυμνός στα ποιήματα
τραβώ αρρώστους απ’ τα νύχια σου
σε ξηλώνω μα πάλι φανερώνεσαι·
ένας αβρααμικός θεός
που μόλις και μετά βίας αναγνωρίζω
σ’ αυτή τη σιωπή
που ποτέ δεν θα καταφέρω να τη γράψω·
αφού δεν είναι ακριβώς σιωπή
αλλά ο λευκός θόρυβος που τη συνέχει
όμοιος με το πήξιμο του αλατιού
στ’ αυτιά των βασιλιάδων Βαλλά και Βαρσά·
αβύθιστοι νεκροφύλακες της Πεντάπολης
στην επιφάνεια της Νεκρής Θάλασσας

Κι όλα όσα σου ψιθυρίζω κάθε πρωί
χαϊδεύοντας την κοιλιά ενός γάτου θεού
είναι λέξεις που μ’ αφανίζουν
μια κοινότοπη αποκάλυψη
μια νέα συντέλεια
ή το μελλοντικό τίποτα
ενός ανθρώπου με σάπια καρδιά
που έμαθε να διπλώνει το φως
στα πηγαινέλα της ιστορίας
δίχως να βρίσκει τον Θεό
ή σκοτάδι δίχως φως.

*Hail Earendel brightest of angels, / over Middle Earth sent to men, στο: The Exeter Book, επιμ. George Philip Krapp και Elliott Van Kirk Dobbie, The Anglo-Saxon Poetic Records: A Collective Edition, 3 (Nέα Υόρκη: Columbia University Press, 1936)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: