Γεννιέσαι χειμώνα, το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Η μαμή λέει πως δεν έχει ξανακόψει τόσο γερό λώρο, «σημάδι καλής τύχης»
Αν ήσουν αίνιγμα θα 'ταν καλύτερα δεν θα 'βρισκα τη λύση του ίσως από ανημποριά αλλ΄ ίσως κι εσκεμμένα.
Τελικά τα χαλάσαμε· / τώρα σ’ αγαπώ στο όριο του μίσους / γι’ αυτά που χαλάσαμε: / τον έρωτα, το ποίημα, την επανάσταση
Στο απέναντι μπαλκόνι απλώνει τη μπουγάδα σαν να κρεμάει πουλιά στα σύρματα, πουλιά βαριά απ’ το νερό στις φτερούγες τους
Ίσως πουθενά κανείς δεν συναντά το κενό που τόσο επιθυμεί η μοναξιά του· ούτε στο χώμα ούτε στα βράχια ούτε στο κρανίο του.
Ακίνητα όλα τα ψιλά χορτάρια κι οι κορφές όλες ξαφνικά τα κινεί ο άνεμος όταν αποφασίσει να φύγει σ’ άλλα μέρη
Μιλάς κι εσύ που πήρες τον καλύτερο, καλόψυχος και τρυφερός και σε κοιτάει στα μάτια
Διασώστης πουλιών είναι αυτός που βγάζει τα σπουργίτια από το στόμα της γάτας.
Τα γόνατά μου έτρεμαν αλλά ευτυχώς κινούνταν. Ένιωθα ότι προχωρούσα στο δάσος, μια νοτισμένη μέρα από την προηγούμενη νεροποντή
Είκοσι οκτώ χιλιάδες στίχοι κι ούτε μια λέξη για τον εαυτό σου.
Πώς θα φωτίσεις τα σκοτάδια σου; / Με ποιάς συνείδησης φλόγα;
Την καταλάβαινε· της είχαν φορτώσει μια ξένη στο σπίτι της και την είχαν αφήσει να την προσέχει