Μα γλιστράει ο ήλιος / και πετάω το σκοινί / δαγκώνω σφιχτά / τον κρατώ σταθερό / για να γυρίσεις / ξανά
Μια νύχτα κόκκινη στα σωθικά μου / γκρεμιζόταν σαν άλλο σώμα / κι έπινε αργά το φως μου
Όλα λάφυρα, στα πληγωμένα γόνατά μου. Κατακτητής με ένδυμα κατακτημένου.
Και κάπως έτσι επιχείρησαν να περάσουν την πρώτη τους άνοιξη στο πάρκο, ως παρατηρητές των μπουμπουκιών
Δίνη εκτόνωσης αέρα απ’ την ουρά του βουητού στην άβυσσο με σήκωσε σα σβούρα κρατώντας στα δάχτυλα μια τούφα απ΄ τα μαλλιά μου
Το απόγευμα γινόταν πάλι ο Σμυρνιός με το λευκό καθαρό πουκάμισο, τη γραβάτα, τον βαρύ γλυκό καφέ του και την εφημερίδα του
Απόσπασμα πολυφωνικής νουβέλας
Προχώρησε προς την αυλόπορτα σέρνοντας το σεντόνι που είχε πια πάψει να είναι ολόλευκο καθώς το είχαν βρομίσει χώματα και σκόνες
Το χιόνι έπαιρνε μια σχεδόν μπλε απόχρωση, λες και περπατούσα τριγυρισμένη από θάλασσα. Κι ένιωθα μπλε, τυλιγμένη μες το σκοτάδι
Τότε κατάλαβε πως, «όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», θα ’χει φασαρίες
Ο κουρέας διηγιόταν, έκανε ατμόσφαιρα με ιστορίες του αδελφού του απ τα λιμάνια τίναζε τις ποδιές όπως ν' ανέμιζαν πανιά
Κι ενώ εγώ πια πουθενά, τότε όλος ο Υμηττός σώμα μου, μπλε παντού, τεράστιο