«Κανείς δεν μας υπολογίζει», είπε άλλη μια φορά η γυναίκα παίρνοντας πίσω το μισοφαγωμένο σφουγγαράκι της, «είμαστε μικρή χώρα»
Ένα μεσημέρι είχε βγει στο παράθυρο μιλώντας στο τηλέφωνο. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ήταν χαρούμενη, τα μάτια της γελούσαν
Κατέβαινε βιαστικά στο δρόμο, όταν τις έβλεπε να σηκώνονται από τα παγκάκια με το κινητό πάντα στο αφτί
Τη νύχτα δεν μπορώ να κοιμηθώ από θορύβους ετοιμόρροπων μύθων / Τυλιγμένοι σε σεντόνι σωριάζονται ...
Μα γλιστράει ο ήλιος / και πετάω το σκοινί / δαγκώνω σφιχτά / τον κρατώ σταθερό / για να γυρίσεις / ξανά
Μια νύχτα κόκκινη στα σωθικά μου / γκρεμιζόταν σαν άλλο σώμα / κι έπινε αργά το φως μου
Όλα λάφυρα, στα πληγωμένα γόνατά μου. Κατακτητής με ένδυμα κατακτημένου.
Και κάπως έτσι επιχείρησαν να περάσουν την πρώτη τους άνοιξη στο πάρκο, ως παρατηρητές των μπουμπουκιών
Δίνη εκτόνωσης αέρα απ’ την ουρά του βουητού στην άβυσσο με σήκωσε σα σβούρα κρατώντας στα δάχτυλα μια τούφα απ΄ τα μαλλιά μου
Το απόγευμα γινόταν πάλι ο Σμυρνιός με το λευκό καθαρό πουκάμισο, τη γραβάτα, τον βαρύ γλυκό καφέ του και την εφημερίδα του
Απόσπασμα πολυφωνικής νουβέλας
Προχώρησε προς την αυλόπορτα σέρνοντας το σεντόνι που είχε πια πάψει να είναι ολόλευκο καθώς το είχαν βρομίσει χώματα και σκόνες