Για να σε συναντήσω ανάμεσα στην σελίδες / Μήπως παράπεσε κάτι από εσένα / Κάποιο κομμάτι δικό σου, απαράλλαχτο εσύ
Απελπίστηκε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να τα διαβάσει όλα για να μάθει τι από τη ζωή της είχε τυχόν χάσει
Οπλίστηκα με συνωμοτική διάθεση και ξεχύθηκα στα πολυσύχναστα στενά, έτοιμος να δαμάσω τον ανθρωπόμορφο ταύρο του άγχους μου
Ο Φικρέτης κατάλαβε ότι με πείραζε το φως. Είπε «Σας κτυπάει ο ήλιος. Ελάτε». ___Ένα πολίτικο αφήγημα
Όμως εκείνο το βράδυ κάτι δεν υπολόγισε σωστά, πήρε μεγαλύτερη φόρα και βγήκε εκτός σκηνής...
Το μάτι του ακολουθεί ένα χελιδόνι· πετάει προς το Σηκουάνα· σκέφτεται να βουτήξει κι αυτός να το προλάβει
Ν’ ατενίζει γονατιστός στη φεγγαράδα / το αργυρό σελίνι της Σελήνης και τον γύρω θόλο απορημένος
Το φίδι / όταν δέρμα αλλάζει, / το αδιάκοπο μεταπλάθει. / Ακόμα / και ό,τι / στιγμιαία πάει να προσηλωθεί
Προσεκτικά συγκολλώ τις λέξεις άλλων, / πολλών ανθρώπων λέξεις, / προσδοκώντας κάποτε τις δικές μου
Γυναίκες ανελέητες κι ευάλωτες στο τραύμα και στον έρωτα η Μέδουσα δεν φανταζόταν ότι θα καταλήξει στην ασπίδα μιας θεάς παρθένας
Του δικού του κόσμου που ήταν τόσο μικρός και περιορισμένος. Για την ώρα, όσο είναι και ένα πιάτο φακές. Μαγειρεμένες όμως σωστά
Σημασία έχει πως όποτε ο χρόνος περνούσε έξω από το σπίτι της, η γιαγιά έβρισκε μια πρόφαση για να λείπει