Τα χορευτικά

Εντγκάρ Ντεγκά. «Εξετάσεις χορού»
Εντγκάρ Ντεγκά. «Εξετάσεις χορού»


_______
όπου τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα
γύ­ρω από το ίδιο ερώ­τη­μα
υπο­χω­ρούν ατά­κτως πλην χο­ρευ­τι­κώς
δί­χως απα­ντή­σεις
__
_____



Ασ’ την να το πει

Επι­δέ­ξια
και με αφο­πλι­στι­κή χά­ρη
σκά­βει η χο­ρεύ­τρια
την σκη­νή της

Μια στο άλ­μα
μια στον χτύ­πο
των πα­που­τσιών της
φα­νε­ρώ­νει ση­μεία και τέ­ρα­τα
κι έχει στην κάλ­τσα
άσ­σο κρυμ­μέ­νο
τον κό­πο της

Το κοι­νό επι­χαί­ρει
Κά­ποιοι λί­γοι σιω­πούν
μιαν ακα­το­νό­μα­στη αλή­θεια
Στρο­βι­λί­ζει στρο­βι­λί­ζε­ται
μες στην χο­ρο­γρα­φία όλους
έναν έναν τους τα­κτο­ποιεί


Υπό το βλέμ­μα του

Η ακρο­βά­τισ­σα
τρα­γου­δά­ει στο μπά­νιο
και το τρα­γού­δι της
έρ­χε­ται ανά­τρι­χα όπως
το σφύ­ριγ­μα του εχθρού

Μπο­ρεί αν θέ­λει
να κρε­μα­στεί απ’ το τα­βά­νι
Ο ιδα­νι­κός θαυ­μα­στής
εί­ναι πά­ντα ανέν­δο­τος
κι εκεί­νη το ξέ­ρει κα­λά
Κα­θέ­νας ωστό­σο
πεί­θε­ται εν τέ­λει
από την τό­ση αφο­σί­ω­ση

Όταν ξε­κούρ­δι­στη πια
πέ­φτει
από τις πί­σω κερ­κί­δες
σ΄ αγα­πάω σε λα­τρεύω
της λέ­ει μα όλα
έχουν γί­νει πια βί­δες


Να μη χο­ρέ­ψω

Πά­ντα εκ του πο­νη­ρού
χο­ρεύ­ει κα­νείς
έλε­γαν οι με­γά­λοι
κι εν­νο­ού­σαν
πως κά­τι
πρέ­πει να θυ­σια­στεί
πως τα κα­λά κο­ρί­τσια
δε ση­κώ­νου­νε ψη­λά
τα πό­δια τους
και μην κου­ρά­ζε­σαι
να ιδρώ­νεις με τις ώρες

Στην κρί­σι­μη ερώ­τη­ση
τι εί­ναι θη­λυ­κό;
εγώ απα­ντού­σα κι­νέ­ζι­κα
η πε­το­νιά μου εί­ναι κο­ντή
κι άλ­λο­τε πε­ρισ­σεύ­ει

Τώ­ρα που άνε­τα στέ­κο­μαι
στο ένα μου το πό­δι
πα­ρα­κα­λώ
ας μου επι­τρα­πεί
επί σκη­νής
μια υπερ­βο­λή στο λί­κνι­σμα
ένα κρυ­φό χα­μό­γε­λο
στον σκο­τει­νό εξώ­στη
Τώ­ρα που το κοι­νό
ήμε­ρο σαν αρ­νί τρώ­ει
απ' το δι­κό μου χέ­ρι

ξέ­ρω το πώς και τι
θέ­λω να με ξε­κά­νει


Ανά­γκη για πει­θαρ­χη­μέ­νη ει­κα­σία

Πή­γαι­να γυ­ρεύ­ο­ντας
στο ση­μείο που προ­κύ­πτει
η γεύ­ση του κό­σμου
και Σ. έλε­γα
λες κι έτρω­γα τούρ­τα

Ο ου­ρα­νός
που τό­σο θαύ­μα­ζα
δεν άρ­γη­σε όμως
να πέ­σει στο κε­φά­λι μου
Αδύ­να­το να συ­νε­φέ­ρω
την κε­ντρι­σμέ­νη γλώσ­σα μου

Εί­πα τό­τε
θα χο­ρεύω αστα­μά­τη­τα
για να έχω μέ­ση λε­πτή
κι άλ­λη φο­ρά ανε­μπό­δι­στη
να περ­νώ
μέ­σα απ’ το μά­τι της βε­λό­νας

Έτσι υπο­θέ­τω
πε­ρι­μέ­νει κα­νείς
Ξε­γε­λώ­ντας τον κίν­δυ­νο
με ει­κα­σί­ες αστή­ρι­χτες
με ελ­πί­δα που τρέ­μει

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: