Το χιόνι έπαιρνε μια σχεδόν μπλε απόχρωση, λες και περπατούσα τριγυρισμένη από θάλασσα. Κι ένιωθα μπλε, τυλιγμένη μες το σκοτάδι
Τότε κατάλαβε πως, «όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», θα ’χει φασαρίες
Ο κουρέας διηγιόταν, έκανε ατμόσφαιρα με ιστορίες του αδελφού του απ τα λιμάνια τίναζε τις ποδιές όπως ν' ανέμιζαν πανιά
Κι ενώ εγώ πια πουθενά, τότε όλος ο Υμηττός σώμα μου, μπλε παντού, τεράστιο
Για να σε συναντήσω ανάμεσα στην σελίδες / Μήπως παράπεσε κάτι από εσένα / Κάποιο κομμάτι δικό σου, απαράλλαχτο εσύ
Απελπίστηκε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να τα διαβάσει όλα για να μάθει τι από τη ζωή της είχε τυχόν χάσει
Οπλίστηκα με συνωμοτική διάθεση και ξεχύθηκα στα πολυσύχναστα στενά, έτοιμος να δαμάσω τον ανθρωπόμορφο ταύρο του άγχους μου
Ο Φικρέτης κατάλαβε ότι με πείραζε το φως. Είπε «Σας κτυπάει ο ήλιος. Ελάτε». ___Ένα πολίτικο αφήγημα
Όμως εκείνο το βράδυ κάτι δεν υπολόγισε σωστά, πήρε μεγαλύτερη φόρα και βγήκε εκτός σκηνής...
Το μάτι του ακολουθεί ένα χελιδόνι· πετάει προς το Σηκουάνα· σκέφτεται να βουτήξει κι αυτός να το προλάβει
Ν’ ατενίζει γονατιστός στη φεγγαράδα / το αργυρό σελίνι της Σελήνης και τον γύρω θόλο απορημένος
Το φίδι / όταν δέρμα αλλάζει, / το αδιάκοπο μεταπλάθει. / Ακόμα / και ό,τι / στιγμιαία πάει να προσηλωθεί