Για τον Χάρη

Για τον Χάρη


Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε σαν το τσαλακωμένο χαρτί που έχωσε στην τσέπη του. Ήπιε μια γουλιά πορτοκαλάδα και κόλλησε το βλέμμα του στα παπούτσια της Άγνωστης, που είχε ζητήσει από τον Μπάρμαν έναν καφέ με πέντε κουταλιές ζάχαρη. Αφού ισορροπούσε πάνω σε τέτοιους κοθόρνους, θα ήταν καλή στο νούμερο με τα ξυλοπόδαρα, σκέφτηκε.

Η Άγνωστη έκατσε απέναντί του. Ρουφούσε τον καφέ με θόρυβο για να μην κάψει τα χείλη της κι αυτός ο ήχος τον ξανάβγαλε απ’ τις σκέψεις του.

«Να μην τον πίνετε τόσο γλυκό, η ζάχαρη κάνει κακό», της είπε. Εκείνη απλώς του χαμογέλασε κι άλλαξε στάση αφήνοντας τα πόδια της ανοιχτά. Φάνηκε ένα χρωματιστό ύφασμα στο βάθος των μηρών της, παράταιρο με το φόρεμα, αλλά ταιριαστό με τα πανύψηλα παπούτσια της.

Ο Μπάρμαν βγήκε απ’ τον πάγκο του, τον πλησίασε και του είπε ότι πήγαινε γυρεύοντας. Του είπε ότι δεν έπρεπε να είναι εκεί. Του είπε να πιει σβέλτα την πορτοκαλάδα και να την κοπανήσει γιατί διαφορετικά θα ενημέρωνε εκείνους που έπρεπε. «Τι φταίω κι εγώ και με μπλέκετε στις υποθέσεις σας;», είπε.

Ο Δημήτρης ξεδίπλωσε πάλι το χαρτί, το τέντωσε όσο μπορούσε με την παλάμη και το μόστραρε στον Μπάρμαν. Αυτό ήθελε να δείξει στον Χάρη. Ένα καινούριο κόλπο. «Καταπίνεις το κέρμα και το βγάζεις από το αυτί του Χάρη. Μαγικό. Είναι ολοκαίνουριο, ο Χάρης δεν το ‘χει ξαναδεί. Ο Χάρης ξετρελαίνεται μ’ αυτά – περισσότερο κι απ’ τα ξυλοπόδαρα».

Ο Μπάρμαν του είπε ν’ αφήσει τον Χάρη ήσυχο, γιατί «η απαγωγή ανηλίκου δεν είναι παιχνίδι και τα παιδιά δεν είναι κέρματα που εξαφανίζονται για λίγο κι έπειτα ξεφυτρώνουν πίσω από αυτιά». Του είπε ότι με τους τρόπους του είχε χειροτερέψει την κατάσταση. Ο ένας από δω κι ο άλλος από κει, γιατί έτσι είχαν μοιραστεί τα πράγματα. «Τι θα πει έτσι;», τον ρώτησε ο Δημήτρης.

«Θα πει ότι αυτά αποφάσισαν οι ειδικοί, και για τη μοιρασιά και για τα μέτρα. Θα πει ότι έτσι γίνεται όταν πεθαίνουν οι γονείς, αποφασίζουν άλλοι. Έτσι γίνεται».

Στα δάχτυλά του εμφανίστηκε ένα κέρμα. Το έβαλε στο στόμα και το κατάπιε επιδεικτικά. Πλησίασε την Άγνωστη και έχωσε το χέρι του στο αυτί της. Το κέρμα εμφανίστηκε κολλημένο στο λοβό της. Η Άγνωστη χαμογέλασε κι έγειρε τα πόδια από την άλλη πλευρά κι εκείνος άρχισε να τινάζει το κέρμα με τον αντίχειρα στον αέρα ξανά και ξανά.

Ο Μπάρμαν σταύρωσε τα μπράτσα του πάνω στην κοιλιά του, αναφώνησε ένα ειρωνικό «μπράβο» και του είπε ότι αν συνέχιζε «έτσι» δε θα έβλεπε τον αδελφό του ποτέ.

«Τι θα πει έτσι;», τον ξαναρώτησε.

Ο Μπάρμαν τον κοίταξε λοξά, έπειτα τον άρπαξε και τον έσπρωξε μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη. Στάθηκε γι’ αρκετή ώρα μόνος του απέναντι στον καθρέφτη. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο ένα πλατύ κόκκινο χαμόγελο και η μύτη του ήταν σκεπασμένη με μια ψεύτικη, πλαστική, στρογγυλή, πορτοκαλί, γυαλιστερή μύτη. Τράβηξε τις τιράντες του δυνατά κι έκανε ένα χορευτικό χτυπώντας τα παπούτσια του κλόουν δεξιά κι αριστερά στον αέρα. Έπειτα υποκλίθηκε κι αποχώρησε με την πλάτη προς την πίσω έξοδο. Δεν φαινόταν αν πράγματι χαμογελούσε κάτω από τόσα χρώματα. Η Άγνωστη σταμάτησε να δαγκώνει τα νύχια της και τον χειροκρότησε.

Βγήκε έξω απ’ το καφέ κι έκανε τον κύκλο του πάρκου. Στην απέναντι Όχθη, τα παράθυρα του ισογείου ήταν ανοιχτά. Ο Χάρης φαινόταν καθαρά. Τον είδε να κάθεται με τα χέρια στο σαγόνι μπροστά στην τηλεόραση, πίσω του πηγαινοερχόταν η Μέγαιρα. Πισωπάτησε και ξαναμπήκε στο καφέ από την κύρια είσοδο. Μερικά πιτσιρίκια είχαν παρατήσει τα παιχνίδια τους και τον ακολουθούσαν. Κάνα δυο τον πίεζαν με τα δάχτυλα για να καταλάβουν αν ήταν αληθινός κι άλλα -που τον είχαν αναγνωρίσει- του ζητούσαν επίμονα το παιχνίδι με τη σφυρίχτρα.

Η Άγνωστη καθόταν στην ίδια θέση αλλά τώρα ανοιγόκλεινε τα πόδια της∙ ο Μπάρμαν σερβίριζε έναν νέο πελάτη.

Τα πιτσιρίκια τραβούσαν τις ρίγες από το παντελόνι του και φώναζαν δυνατά: «σφυ-ρί-χτρα, σφυ-ρί- χτρα».

«Σήμερα», είπε, «δεν έχει σφυρίχτρα, σήμερα έχει το παιχνίδι με το κέρμα. Αλλά ο Χάρης λείπει. Είναι κλεισμένος στο σπίτι της γωνίας, με τα μεγάλα παράθυρα, στην απέναντι Όχθη. Ο Χάρης είναι ο αδελφός μου, ο ετεροθαλής αδελφός μου, αδελφός μου δηλαδή…».

«Αυτά είναι γνωστά», είπε η Άγνωστη.

«... λένε ότι είναι καλύτερα να ζούμε χωριστά. Λένε για το καλό του. Έτσι λένε».

«Κι εγώ λέω ότι εδώ είναι μαγαζί κι εσύ είσαι σκέτος μπελάς», είπε ο Μπάρμαν.

«Κι εγώ λέω», πετάχτηκε η Άγνωστη, «ότι το παιδί πρέπει να δει το παιχνίδι με το κέρμα. Εγώ το είδα και είναι κα-τα-πλη-κτι-κό».

Πίσω του σχηματίστηκε μια μικρή πορεία από γονείς, παιδιά και τελευταία η Άγνωστη. Διέσχισε το στεγνό ποτάμι, σταμάτησε μπροστά στο σπίτι της γωνίας, έδειξε με το χέρι του το στόχο κι άρχισαν να φωνάζουν όλοι εν χορώ: «Χά-ρη, Χά-ρη». Το κεφαλάκι του Χάρη ξεπρόβαλλε πίσω απ’ το κλειστό τζάμι κι από πάνω του κρεμόταν το πρόσωπο τής Mέγαιρας· τράβηξε την κουρτίνα και τον απομάκρυνε, ενώ το τσούρμο συνέχιζε να τον καλεί. Σε λίγο η Mέγαιρα εμφανίστηκε στην πόρτα. Ο Δημήτρης στάθηκε μπροστά της κι άρχισε τα χορευτικά του. Έπειτα άνοιξε διάπλατα το στόμα του κι έχωσε μέσα ένα χρυσό νόμισμα. Η Μέγαιρα σούφρωσε τα χείλη της και κούνησε το κεφάλι της. Ο Δημήτρης δεν πτοήθηκε, πέρασε την άδεια παλάμη του πίσω από το αυτί της κι έμοιασε σαν να έκοψε από τα μαλλιά της ένα φλουρί. Το κράτησε με τα τρία δάχτυλα του στην άκρη της μύτης της και το κουνούσε πέρα-δώθε. Είδε τα μάτια της ν’ αλληθωρίζουν και να της ξεφεύγει μισό χαμόγελο για το γυαλιστερό κέρμα.

«Δικό σου», της είπε.

Το χαμόγελο απλώθηκε και το πρόσωπό της μαλάκωσε. Κάτω απ’ τα πόδια της μπουσούλησε ο Χάρης. Ο Δημήτρης τον άρπαξε και τον έχωσε στην αγκαλιά του. Δεκάδες χρυσά κέρματα γλίστρησαν από τα μανίκια του και κύλησαν στο δρόμο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: