Αύριο

«Αναρωτιέμαι που ακριβώς στο νυχτερινό ουρανό βρίσκεται ο αστερισμός του Σκορπιού» (Σχέδιο του Αυστριακού Josef Gabriel Frey, 1878)
«Αναρωτιέμαι που ακριβώς στο νυχτερινό ουρανό βρίσκεται ο αστερισμός του Σκορπιού» (Σχέδιο του Αυστριακού Josef Gabriel Frey, 1878)




Έχω προπληρώσει την αιώρα. Αλλά αυτή δεν έρχεται. Δύο μύγες γύρω από τη λάμπα στο ταβάνι του δωματίου μου σχηματίζουν μια συνωμοτική χορογραφία και καλά τυχαία, κίνηση Μπράουν και δεν συμμαζεύεται, αλλά εγώ ξέρω πολύ καλά τι σημαίνουν αυτοί οι σχηματισμοί.

Είναι βράδυ. Αύγουστος. Έχει την πιο αποπνικτική ζέστη που έχω νιώσει ποτέ μου. Μετανιώνω την κάθε μου κίνηση. Σηκώνομαι με πολλή προσπάθεια, σαν γέρος που ασθμαίνει στα τελευταία του, να πάω μέχρι το μικροσκοπικό μου μπαλκόνι μήπως εκεί είναι καλύτερα. Όχι, είναι το ίδιο. Απλά εδώ μυρίζω και τις κουτσουλιές από τα περιστέρια και έχει και αυτόν τον ήχο. Έναν ήχο που μοιάζει με πολτό. Οι ζωές όλων αυτών των ανθρώπων που ζουν δίπλα μου – σχεδόν πάνω μου - αλλά δεν έχω δει ποτέ τα πρόσωπά τους ή και να τα έχω δει τα έχω ξεχάσει. Οι ζωές τους σχηματίζουν έναν ήχο απόηχο που φτάνει σε μένα μια απεγνωσμένη Παρασκευή βράδυ. Ένας απόηχος πολτός. Μία κατσαρόλα ακουμπάει το μάρμαρο ενός πάγκου, κάποιος παρακολουθεί ένα βιντεάκι στο YouTube, ένα μωρό κλαίει, τα κλιματιστικά, κάποιος αφήνει τα κλειδιά του στο τραπέζι, μια γυναίκα στο σαλόνι της μιλάει στο κινητό, ο βόμβος, ο βόμβος του ακάλυπτου, ο βόμβος αυτής της πόλης, ο βόμβος μέσα στο κεφάλι μου και την κοιλιά μου. Ξαναμπαίνω μέσα.

Τι ώρα είναι;

Που είναι αυτή η γαμημένη αιώρα που έχω προπληρώσει εδώ και δύο εβδομάδες; Τώρα θα έπρεπε να είμαι ξαπλωμένος πάνω της ανάμεσα σε δύο πεύκα, το βραδινό αεράκι να μου χαϊδεύει το πρόσωπο κι εγω να αναρωτιέμαι που ακριβώς στον νυχτερινό ουρανό βρίσκεται ο αστερισμός του Σκορπιού. Μου τον είχε δείξει κάποτε ένα μελαχρινό κορίτσι που μου άρεσε πολύ και με ρώτησε τον βλέπεις τώρα; Κι εγω έγνεψα καταφατικά αλλά προφανώς δεν μπορούσα να τον δω, πως να τον δω όταν μυρίζει έτσι το λακκάκι που έχεις στην κλείδα σου; Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Προπλήρωσα αυτήν την πανάκριβη αιώρα εδώ και δύο εβδομάδες. Την έψαξα εξονυχιστικά. Έχει κουνουπιέρα από πάνω γιατί τα κουνούπια τρέφουν ιδιαίτερη αδυναμία στο δικό μου αίμα. Στο αίμα μου. Γκρινιάζω συνέχεια γι’ αυτό, αλλά κατά βάθος μου προκαλεί μια περηφάνια και μια μικρή αυτοαγάπη. Πόσο κακός άνθρωπος μπορεί να είμαι όταν κάποια φτερωτά ζώα τρελαίνονται τόσο για το αίμα μου; Πόσο ξινό ή γεμάτο χολή μπορεί να είναι αυτό το αίμα; Σίγουρα έχει μέσα του μια παιδική γλυκύτητα, κάτι το ακίνδυνο, όσες σκέψεις κι αν κάνω να λιώσω με βαριοπούλα κάποια συγκεκριμένα κρανία που κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Με βαριοπούλα.

Την προπλήρωσα, λοιπόν ναι, εμπιστεύτηκα αυτή τη γερμανική εταιρεία, είχα και μία μικρή έκπτωση αφού την παρήγγειλα και την πλήρωσα διαδικτυακά και άρχισα να ψάχνω συγκεκριμένους και διασταυρωμένους προορισμούς προς τους οποίους θα ορμούσα με το που ερχόταν η πολυπόθητη αιώρα στα χέρια μου. Γιατί, επίσης, υπήρχε συγκεκριμένος προϋπολογισμός για τις διακοπές μου. Είχα ακριβώς διακόσια πενήντα ευρώ να διαθέσω για μία εβδομάδα.

Ε, λοιπόν, επέλεξα να δώσω τα εξήντα πέντε ευρώ για μια αιώρα. Μία πολύ καλή αιώρα όμως. Με το σωστό ύφασμα, την σωστή υφή στο ύφασμα, την κουνουπιέρα της, ελαφριά, ανθεκτική, την κρεμάς λέει σε λιγότερο από ένα λεπτό, έχει χειροποίητη ποιότητα κ.λπ., κ.λπ. Διακόσια πενήντα ευρώ πλην εξήντα πέντε μας κάνει εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ. Τα έχω υπολογίσει όλα. Πάντα έτρεφα μια μικρή περιφρόνηση για αυτούς που αγαπάνε τα μαθηματικά. Είμαι σίγουρος ότι δεν μπορούν να δουν όλα τα χρώματα που υπάρχουν γύρω μας. Ωστόσο, εδώ έπρεπε να μην κάνω κάποιο λάθος με τους αριθμούς. Όχι αυτή τη φορά. Εδώ οι αριθμοί χρειάζονται. Οι διακοπές αυτές είναι ιερές και είχα διακόσια πενήντα ευρώ να διαθέσω για αυτές και τις είχα —ακόμα τις έχω— τεράστια ανάγκη, για την ακρίβεια, ήταν ζήτημα από το οποίο κρεμόταν η ψυχική μου υγεία.

Μου έμεναν εκατόν ογδόντα πέντε ευρώ λοιπόν για τα ακτοπλοϊκά και για να τρώω. Μια χαρά. Αν πήγαινα από τον Πειραιά στο Αγκίστρι —προορισμός που νίκησε για πολλούς και διάφορους λόγους— θα χάλαγα είκοσι επτά ευρώ στο σύνολο πηγαινέλα που σημαίνει ότι μου έμεναν είκοσι δύο κόμμα πέντε ευρώ να χαλάω την ημέρα σε φαγητό και καφέ. Εφικτό. Ούτως ή άλλως, από τον χειμώνα που μας πέρασε και μετά αποφάσισα πως το φαγητό δεν με ενδιαφέρει και τόσο και πως αν περιορίσω το φαγητό μου στο μισό, σκέφτομαι καλύτερα και παίρνω την ευθεία οδό προς κάποιες πολύ συγκεκριμένες σκέψεις. Σκέψεις που παλιότερα έπρεπε να σηκώσω βουνά για να τις βρω από κάτω ή να πιω τόσο πολύ, που αφού τις κάνω για λίγα λεπτά, μετά να ξερνάω και να κλαίω στην τουαλέτα ενός μπαρ στο οποίο θα αναγκαζόμουν να μην ξαναπατήσω ποτέ.

Αλλά, ας επανέλθω γιατί θα χαθώ και η ζέστη είναι αφόρητη και ούτε να κουνηθώ δεν μπορώ. Ας με βοηθήσω ξαπλωτός.

Η αιώρα ήταν να έρθει πριν δύο εβδομάδες. Στις 29 Ιουλίου. Με το που θα ερχόταν θα έφευγα την άλλη μέρα. Δεν ήρθε όμως. Σήμερα έχουμε 12 Αυγούστου. Έχω ακόμα περιθώριο να φύγω για μια εβδομάδα. Αλλά δεν θα το έχω για πολύ ακόμα. Στις 20 Αυγούστου θα πρέπει να είμαι στην Αθήνα ξανά – πόσο λάθος έχω ζήσει τη ζωή μου; Tί είναι αυτό που έχω να κάνω δηλαδή — το τόσο σημαντικό, το πάνω από την ξεκούρασή μου, ξεκούραση που επείγει σαν παγωτό έξω από το ψυγείο — που μου απαγορεύει δηλαδή άμα θέλω και μου τη σβουρίξει να φύγω στις 23 Αυγούστου; Αλλά κι αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Κοίτα να δεις που τελικά έχω πολλές ιστορίες, εγώ, που νόμιζα ότι μεταμορφώνομαι σιγά σιγά σε ένα γκρι ζωντανό με ψυχολογικά προβλήματα και σκεβρωμένους ώμους, ένα ζωντανό που στο δρόμο οι άνθρωποι πέφτουν πάνω του γιατί δεν το βλέπουν καν, ένα ζωντανό τελείως αζώντανο που ούτε στον καθρέφτη πια δεν κοιτάζεται γιατί θα βαρεθεί απίστευτα. Αυτά τα δευτερόλεπτα κοιτάγματος του ειδώλου του θα είναι κενός χρόνος. Ναι, κενός χρόνος, τόσο κενός όσο το να περιμένεις να μπεις στον οδοντίατρο ή να περιμένεις στην πόρτα του διαμερίσματος σου τον ντελιβερά να ανέβει με τα πόδια – ένας θεός ξέρει γιατί με τα πόδια- και τους πέντε ορόφους.

Ναι. Περιμένω δύο εβδομάδες μια αιώρα που έχω προπληρώσει και επειδή δεν έρχεται – ενώ έχω κάνει τα απαιτούμενα τηλέφωνα και έχω στείλει τόσα μέιλ διαμαρτυρίας σε αυτούς τους κωλογερμανούς, που υποτίθεται ότι κάνουν τα πράγματα λίγο καλύτερα από ότι γίνονται στην Ελλάδα, γεγονός που δεν θα ντραπώ, θα πω ότι το πίστευα και γω πριν παραγγείλω αυτή την αναθεματισμένη αιώρα, που πια με πιάνει ναυτία και μόνο που την σκέφτομαι, σκέψου να κάτσω και πάνω της δηλαδή – έχω ξεμείνει στην Αθήνα. Έχει τον πιο μεγάλο καύσωνα των τελευταίων πενήντα ετών λένε στις ειδήσεις. Και γω είμαι στο κέντρο αυτού του καύσωνα, στο κέντρο της πόλης.

Μήπως να φύγω;

Και πού να μείνω στο Αγκίστρι; Κι αν όσο λείπω αυτή έρθει; Μήπως να περιμένω άλλες λίγες μέρες και μετά ναι, ας φύγω. Ας κοιμηθώ με το κόκκινο σλίπι μπαγκ μου σε κάποια αμμουδιά. Ναι, θα με διαλύσουν τα κουνούπια, αλλά καλύτερα δεν θα είναι να είμαι σαν δεκάχρονος με ανεμοβλογιά αλλά ευχαριστημένος και με μια σωστή μέση θερμοκρασία να κοιτάζω τον μπλε ορίζοντα και να σχεδιάζω την αλλαγή στη ζωή μου; Ή έστω, να σκέφτομαι αν θα φάω σουβλάκι ή μόνο φρούτα ή αν υπάρχει περίπτωση να ξεντραπώ και να ζητήσω από κάποιον παραλιάρχη λίγο LSD που θέλω επιτέλους πολύ να δοκιμάσω. Ναι, καλύτερα θα είναι.

Συγγνώμη, καλημέρα, μήπως σας περισσεύει λίγο LSD; Μία σταγονίτσα ίσως; Ένα χαρτάκι; Έτσι θα πω. Έτσι. Με ένα χαμόγελο τόσο όσο, ούτε πιο πολύ —ψυχάκιας— ούτε πιο λίγο—κακομοίρης. Τόσο όσο. Και θα τους κοιτάω ευθεία στα μάτια. Ευθεία. Αλλά και μαλακά.

Και τα εξήντα πέντε μου ευρώ; Αν ήταν να φύγω έτσι, τελείως εκτεθειμένος στα κουνούπια και τους παραλιάρχες, τι την αγόρασα την αιώρα; Θα έφευγα έτσι. Και θα είχα διακόσια πενήντα ευρώ μείον είκοσι επτά σε ακτοπλοϊκά ίσον διακόσια είκοσι τρία ευρώ να χαλάσω σε φαγητό και πιθανό LSD. Ευλογημένα μαθηματικά είστε ένας τοίχος απ’ τον οποίο κρατιέμαι αυτή τη στιγμή, το κάγκελο για να μην πέσω στον γκρεμό, υπέροχοι πραγματικοί αριθμοί μου.

Ναι, αν ήταν να φύγω έτσι, αυθόρμητα, ακάλυπτα, περιπετειωδώς, δεν θα αγόραζα μία πανάκριβη γερμανική αιώρα. Όχι. Θα παραδινόμουν εξαρχής και ηθελημένα στα κουνούπια. Θα έλεγα φεύγω κι ό, τι γίνει. Στον ηλεκτρικό για τον Πειραιά θα γύριζα ξαφνικά το κεφάλι προς τον διπλανό μου και θα του έλεγα πριν καν το καταλάβω σήμερα το πρωί ξύπνησα για άλλη μια φορά στο κρεβάτι μου και μέσα σε μία ώρα είχα πάρει την απόφαση να φύγω, ετοιμάστηκα αστραπιαία και τώρα να ‘μαι, εδώ, δίπλα σας, μόλις μία ώρα και είκοσι λεπτά αργότερα, καθ’ οδόν προς το νησί. Είναι σπάνια πια αυτά τα πράγματα, δεν συμφωνείτε; (παύση) Ο αυθορμητισμός, εννοώ. Έτσι θα έλεγα. Ναι. Κι ας έπαιρνε έκφραση δυσκοίλιου αρουραίου. Δεν θα με ένοιαζε. Η θάλασσα θα έγλειφε ήδη τις φτέρνες μου.

Αλλά τώρα;

Τώρα, είμαι ένα θύμα αυτής της γερμανικής κωλοεταιρίας που μου κατέστρεψε τις διακοπές, το καλοκαίρι και ναι, λίγο παραπάνω την ψυχική μου υγεία. Αναρωτιέμαι μήπως οι κακοτυχίες μαζεύονται πάνω μου και γύρω μου σαν μύγες γύρω από ένα καλοσχηματισμένο τεράστιο κόπρανο. Είμαι κόπρανο; Μπορεί.

Γιατί όμως;

Εδώ ίσως χρειάζεται μια αναδρομή. Όχι χρονολογική. Μια αναδρομή που θα ακουμπάει την αλυσίδα των συμβάντων σαν χέρι ανθρώπου που κρατάει ένα κομποσκοίνι και προσεύχεται. Προσεκτικά, πιάνει μία μία τις χάντρες του καθώς το γυρνά αργά μέσα στην παλάμη του. Με την μαλακότητα που κρατάει κάποιος στο χέρι του ένα μικρό κίτρινο κοτοπουλάκι. Έτσι δεν κάνουν αυτοί που προσεύχονται; Αυτό έχω καταλάβει. Εγώ όμως δεν ξέρω καθόλου να προσεύχομαι.

Ποια αναδρομή; Άλλο ήθελα να πω.

Αναθεματισμένη αιώρα, αναθεματισμένη ζωή, αναθεματισμένη Παρασκευή βράδυ, κίτρινοι τοίχοι, μύγες κατάσκοποι, μια δυστυχία.

Να πάρω κάποιον τηλέφωνο. Να πάρω κάποιον τηλέφωνο. Να πάρω κάποιον τηλέφωνο; Δεν θέλω. Να βγω και για ποτό και να χαλάσω κι άλλα λεφτά; Να ζεσταθώ κι άλλο; Και να κάνω να συνέλθω κανένα μήνα; Το να βγαίνεις για «ποτό» ή για «καφέ» είναι επικίνδυνο. Πολύ. Τους αποφεύγω όλους και καλά κάνω, δεν έχουν να μου πουν τίποτα σημαντικό. Μόνο άστοχες λέξεις, άστοχες φράσεις που κολλάνε πάνω μου σαν τσιμπούρια και μου πίνουν το αίμα για μέρες μετά. Καμιά ωραία σκέψη, κάτι που διάβασαν, μία εικόνα που είδαν καθώς περπατούσαν. Να μου πει κάποιος ας πούμε, διέσχιζα την Ακαδημίας σήμερα το μεσημέρι και ένας ματατζής μπροστά μου έβγαλε μεγαλοπρεπώς το βρακί του που του είχε χωθεί απ’ ό,τι φαίνεται στον κώλο. Αυτό μάλιστα. Να το ακούσω. Αλλά όχι. Δεν θέλω να ακούσω για τη δουλειά σου, ούτε να σου πω για τη δική μου. Δεν θέλω να ακούσω για το πώς πέρασες σ’ αυτό το ταξίδι και ποια είναι η ρυμοτομία της Μασσαλίας. Δεν θέλω να μου πεις κακίες κρυμμένες προσεκτικά κάτω από κουβερτούλες χιούμορ. Βρωμάνε αυτές οι κουβερτούλες σου. Δέρμα σαπισμένο. Το δέρμα σου.

Το να βγαίνω για ποτό κοστίζει. Πολύ. Κοστίζει σε λεφτά και κυρίως σε συναισθήματα. Όταν μου μιλάει κάποιος πρέπει να κάνω ότι με ενδιαφέρουν τα όσα λέει, πρέπει να τον κοιτάζω στα μάτια και να κουνάω που και που το κεφάλι. Πρέπει να μεταλλάσσομαι σε κάτι που δεν είμαι.

Όταν γυρίζω σπίτι μετά από κάτι τέτοιο μου παίρνει πάρα πολύ να με ξαναβρώ. Έχω πει τόσα ψέματα άθελά μου σε έναν καφέ μία Τρίτη απόγευμα στην Κολοκοτρώνη. Πρέπει να κάτσω έπειτα στο σπίτι μου, ακίνητος, κοντά στην μπαλκονόπορτα -σε μία συγκεκριμένη γωνία, την μόνη με ωραίο φως – και να κοιτάζω έξω. Πρέπει να έχει ησυχία. Αλλιώς μπερδεύομαι. Πρέπει μετά να διαβάσω κάτι ωραίο. Κάποιες ωραίες φράσεις λειτουργούν σαν επίδεσμος. Μετά πρέπει να μου δώσω κουράγιο ηχογραφώντας την φωνή μου στο κινητό μου.

Σε πείραξε τώρα αυτό κι αυτό και είναι κατανοητό, είναι κατανοητό και πολύ λογικό να σε ενόχλησαν αυτά τα πράγματα αλλά όλα μπορούν να αλλάξουν, στο χέρι σου είναι, την επόμενη φορά δεν θα κάνεις κάτι που δεν θέλεις, όχι δεν θα κάνεις κάτι που δεν θέλεις ή αν διαφωνείς θα το λες ήρεμα κι ωραία και ας μείνει όποιος είναι να μείνει, ας μην μείνει και κανένας στην τελική αλλά που ξέρεις μπορεί να μείνει και κάποιος κι αυτός ο κάποιος θα μετράει για δέκα,

έτσι θα μου λέω και θα αρχίζω να νιώθω λίγο καλύτερα, το αίμα μου θα αρχίσει να κυλάει και πάλι, μα θέλω να ρωτήσω πια το ταβάνι του δωματίου μου και αυτές τις δύο μύγες που έχουν δώσει ρεσιτάλ Πίνα Μπάους πάνω από το κεφάλι μου, θέλω να ρωτήσω, είναι ζωή αυτή;

Μήπως να φύγω; Γάμα την αιώρα. Πού με οδήγησε η τελευταία; Σε ένα κατεστραμμένο καλοκαίρι. Σε άλλο ένα αδιέξοδο. Και το χειρότερο όλων είναι ότι κατά βάθος πιστεύω ότι φταίω εγώ. Φταίω εγώ που αποφάσισα να δώσω τόσα λεφτά για μία αιώρα. Φταίω εγώ που η αιώρα έχει αργήσει. Φταίω εγώ που ίσως δεν θα έρθει ποτέ. Κάτι με την μάνα μου είναι αυτό και δεν χρειάζεται να πάω να τα σκάσω σε κάποιον ψυχολόγο για να μου πει μετά από μήνες και χρόνια το ίδιο. Το λέω τώρα εγώ σε μένα. Κάτι με την μάνα μου είναι αυτό. Που όλο φταίω εγώ.

Τώρα όμως τι κάνω;

Σηκώνομαι να πιω λίγο νερό.

Το στόμα μου έχει στεγνώσει. Είναι σαν παλιό δερμάτινο παπούτσι.

Οι ήχοι του νερού που κυλάνε στους σωλήνες. Οι ήχοι του νερού στους σωλήνες του τοίχου μου. Ό,τι πιο κοντινό σε θάλασσα έχω ακούσει αυτό το καλοκαίρι. Βαριέμαι να περπατήσω ξανά μέχρι το δωμάτιο μου. Κάθομαι στα πλακάκια της κουζίνας. Κάθομαι εδώ. Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Σκάω. Ξαπλώνω εδώ, είναι πιο δροσερά. Ανάμεσα στους αρμούς με τα λιπάκια και τα μικρά πράσινα αποκόμματα από μαρούλι με πιάνει γέλιο. Εδώ σίγουρα είναι πιο ειλικρινά από ότι στο κρεβάτι. Εδώ είναι πιο ωραία. Σκληρά και δροσερά. Αύριο θα φύγω. Θα ετοιμάσω το ξημέρωμα το μικρό μπλε μου σακίδιο με ελάχιστα πράγματα, θα χώσω μέσα και το κόκκινο σλίπι μου και θα φύγω. Κι ας έρθει η αιώρα πέντε λεπτά αφού βγω από την πολυκατοικία. Δεν πειράζει. Εξήντα πέντε ευρώ θα μου χτυπήσουν την πόρτα αύριο το πρωί αλλά εγώ δεν θα είμαι εκεί. Θα κατευθύνομαι μεγαλοπρεπής και αναντίρρητος προς τον ηλεκτρικό της Βικτόριας, προς τον Πειραιά, προς το Αγκίστρι, προς το Καλοκαίρι.

Κλαίω.

Γιατί;

Έξω ακούγεται ένα αφγανικό τσιφτετέλι και ένα αγοράκι που λέει κάτι στη μαμά του. Το ταβάνι της κουζίνας έχει θολώσει. Να σου πάλι η θάλασσα. Στα μάτια μου αυτή τη φορά. Ορίστε. Άλλαξα απλά ένα δωμάτιο και όλα είναι λίγο καλύτερα. Από το υπνοδωμάτιο στην κουζίνα. Από την απελπισία στην εμφάνιση μιας μικροσκοπικής ακτίνας φωτός.

Βρωμάει. Η κουζίνα μου βρωμάει. Ναι, δεν μπορώ να τα κάνω όλα όσα απαιτούνται από έναν άνθρωπο. Δεν μπορώ. Διαλέγω. Ναι, δεν καθαρίζω την κουζίνα μου τακτικά, δεν πηγαίνω για άλλους καφέδες, δεν βλέπω κόσμο, δεν περιμένω άλλο για μια αιώρα που δεν θα έρθει ποτέ. Διαλέγω.

Πού πήγαν αυτές οι χορευταρούδες μύγες; Πού πήγαν τα χέρια μου; Τα σηκώνω αλλά δεν τα βλέπω. Γιατί είναι όλα άσπρα εδώ μέσα, πού είναι το Αγκίστρι; Τα δαχτυλάκια των ποδιών μου κουνιούνται στον ρυθμό του αφγανικού τσιφτετελιού κι εγω κλαίω.

Αύριο θα φύγω.

Αύριο.

Θα φύγω.

Αύριο.



 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: