οι μέρες τώρα πια βυθίζονται η μία μέσα στην άλλη μια θάλασσα πλατιά από μέρες που σκάνε σαν κύματα χωρίς ταυτότητα καμιά
Δύο ... δυνητικά διηγήματα
Κάτι να σε θυμίζει στους επόμενους τα γέλια όταν παίζαμε ποδόσφαιρο στο χολ και τη μαμά
Eπεξεργαζόταν το γρίφο του χτισίματος ενός σπιτιού στο χωρισμένο σε δυο λωρίδες οικόπεδό του χωρίς κανείς να γνωρίζει το παραμικρό
Φαίνεται στο άσπρο τού χιονιού περισσότερο και απ' το σκοτάδι γιατί είναι ο φυσικός του προάγγελος (σκότος-σκοτώνω κλπ.).
Τους άκουγα, αλλά δεν τους έκρινα. Δεν ήμουν εκεί για να δώσω άφεση αμαρτιών. Δεν ήταν δική μου δουλειά. Ήμουν απλά ο κουρέας.
Τι κι αν δεν είμαι θάλασσα! Στα ρηχά σπλάχνα μου δε θυσιάστηκαν θαρρείς για τον έρωτα ή το χρυσάφι;
Σε λίγο το ποτάμι έστριβε σε γωνία τριάντα μοιρών και εκεί, ναι, ναι εκεί τον περίμενε η τέλεια λήψη που ονειρευόταν.
«Αν δεν σας κάνει κόπο, θα προτιμούσα να χρησιμοποιήσετε το στυλό με το οποίο έχω γράψει όλα σας τα βιβλία…», του είπα χαμηλόφωνα
Και να ’χει απλώσει ρίζες ο χειμώνας μέσα μου, και να διστάζω ν’ απλώσω το χέρι να τον ακουμπήσω τάχα τυχαία. [ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ]
Στην πόλη του Αμίν τα παιδιά περπατάνε μες στη ζέστη, δίπλα σε δρόμους χωρίς πεζοδρόμια, πλάι σε οικόπεδα γεμάτα σκουπίδια.
Το πεπρωμένο κάθισε στα κλαδιά του κέδρου. Σιωπή.