Πόσοι σαν ήρωες, πόσοι σαν Τρώες, τυφλοί τα τ΄ ώτα και τω στόματι, την αιτία τους είδαν κι αισθάνθηκαν νεκροί;
Αυτό το χιόνι ήταν διαφορετικό, αλλιώτικο από εκείνο των βουνών, συλλογιζόταν η Αρετή καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα
Αν ήταν τόσο εύκολο τότε ο κάθε αστυνομικός, ο κάθε ιατροδικαστής ή δημοσιογράφος θα γινόταν και σπουδαίος συγγραφέας.
Το τοπίο αποσύρεται με ταχύτητα / νερό γύρω απ’ τους αστραγάλους μου / εδώ, παίρνω τις αποφάσεις / από χαμηλά
Πορτοκαλί ντοσιέ / Τα δάχτυλα στα πλήκτρα / μακρόσυρτο φιλί στη βιβλιοθήκησε / κίνηση ονειρική / να πέφτουν τα βιβλία από το ράφι
Του φωνάζει να αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά, θέλει αέρα παγωμένο, να βλέπει το τέλος να έρχεται σαν φως, σαν φλας να τη φωτογραφίσει
Λίγα πράγματα κατάφερα να μάθω για σένα –
Οι λέξεις πιάνουν τόπο, μια θύελλα αγριεμένων ήχων υψώνεται γύρω της κυκλωτικά. Όλοι μοιάζουν με κουλουριασμένα φίδια
Είναι περασμένες τέσσερις. Δεν κοιτάζει το ρολόι, έχει μάθει να μαντεύει την ώρα από τη μυρωδιά.
Το IQ του ήταν τόσο χαμηλό που η ιδιότητα του ως μέλος του ανθρώπινου είδους ήταν υπό αμφισβήτηση κάθε φορά που άνοιγε το στόμα.
Διαβάζει νερό / βουλιάζουν οι λέξεις του / γίνονται ψάρια.
Το μέρος αυτό έχει πολλά ονόματα. Το λένε Βελιγράδι, το λένε Σρεμπρένιτσα, το λένε Σεράγεβο. Το λένε Δαμασκό, Βηρυττό, Μαριούπολη.