Κουρτίνες & άλλα κείμενα

Κουρτίνες



Το κτήριο είναι παλιό και τα δωμάτια ψηλοτάβανα. Χτισμένο πριν τον πόλεμο, επέζησε από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς. Θέλοντας και μη, βλέπω τα μεγάλα παράθυρα του ισογείου όποτε περνάω από εκεί.
Ο δρόμος μου με βγάζει σ’ αυτό τρεις φορές τη μέρα. Μία το πρωί, όταν εκείνοι πάνε στις δουλειές του, το απόγευμα όταν επιστρέφουν και το βράδυ όταν πια η μέρα τελειώνει.
Μια οικογένεια μένει εκεί. Ένας άντρας στα τριάντα πέντε. Μαστορεύει τα Σάββατα μαζί με τον τρίχρονο γιο του την μαύρη μηχανή, μια BMW του ’80. Την καβαλάει και φεύγει τα πρωινά όταν δεν βρέχει ή όταν το κρύο υποφέρεται.
Η γυναίκα, έχει πάνω-κάτω την ίδια ηλικία και σγουρά μαύρα μαλλιά. Τα μαζεύει σε ψηλό χαλαρό κότσο. Ένα μεσημέρι είχε βγει στο παράθυρο μιλώντας στο τηλέφωνο. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Ήταν χαρούμενη, τα μάτια της γελούσαν.
Από το ταβάνι της κουζίνας κρέμονται μέχρι χαμηλά δύο μεγάλα μεταλλικά φωτιστικά. Όταν μαζεύονται για το βραδινό γύρω από το τραπέζι, τα πρόσωπά τους φωτίζονται. Δίνει ο ένας τη σαλάτα στον άλλον, γελάνε με τον γιό τους, παίζουν με ένα καραβάκι και το αφήνουν συχνά στο περβάζι του παραθύρου.
Κάποιες φορές, πιο αργά, κάθονται στο τραπέζι οι δυο τους· ο άντρας και η γυναίκα. Τελειώνουν το κρασί, καθαρίζουν το τραπέζι, συζητάνε όρθιοι.
Τα αντικείμενα που διακρίνονται από το δρόμο δεν είναι πολλά. Όλα όμως μοιάζουν να λένε κάτι διακριτικό και ευδιάκριτο: δύο κάδρα με ασπρόμαυρα σκίτσα, μια ξύλινη βιβλιοθήκη γύρω από το κάσωμα, το ντουλάπι στον τοίχο με την γυάλινη πόρτα.
Φαντάζομαι πως είναι αρχιτέκτονες.
Φαντάζομαι πως πιάνουν τα χέρια τους.
Μετακόμισαν πρόσφατα εκεί. Ο προηγούμενος ένοικος άδειαζε το διαμέρισμα εβδομάδες ολόκληρες. Πηγαινοερχόταν με κουτιά και σακούλες πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Στο τέλος πια, κατέβασε και τις κουρτίνες. Τότε θυμήθηκα πόσο παγώνει ένα σπίτι χωρίς αυτές.
Όταν ήρθαν εκείνοι το σπίτι ζέστανε αμέσως. Ήδη από τη μέρα της μετακόμισής τους, όσο ακόμα μετέφεραν κούτες.
Φαντάζομαι πως αγαπιούνται. Φαντάζομαι πως τραγουδούν όταν ακούνε μουσική και κοιτάζουν ο ένας τον άλλον στα μάτια. Κουρτίνες δε χρειάστηκαν.

Απόγευμα Τετάρτης

Μια κοπέλα έρχεται στο διαμέρισμα μου τα απογεύματα της Τετάρτης. Συμμαζεύει, καθαρίζει, μαγειρεύει μουσακά. Το ταψί που ετοιμάζει βγάζει μερίδες μέχρι την Παρασκευή. Καμιά φορά, αν τελειώσει με τις δουλειές νωρίς πηγαίνουμε σινεμά. Μετά την ταινία επιστρέφουμε σπίτι. Μπαίνουμε στην κρεβατοκάμαρα και εκείνη βάζει πάνω από τη μάλλινη κουβέρτα ένα σεντόνι. Δε θέλει να αφήνει το κρεβάτι ξέστρωτο και της είναι πιο εύκολο να τακτοποιεί απλώς το σεντόνι αφότου σηκωθούμε. Δεν θυμάμαι να της ζήτησα ποτέ να έρθει στην κρεβατοκάμαρα μαζί μου. Και για εκείνη όμως, δεν μπορώ να πω αν το ευχαριστιέται. Ίσως μια φορά την είδα να κλείνει τα μάτια της· από ηδονή; από απογοήτευση; Δεν κατάφερα να καταλάβω. Αναρωτιέμαι αν ποτέ εκείνη αισθάνθηκε κάποια αλλαγή στη δική μου ανάσα. Απόψε, Δευτέρα βράδυ, το ταψί του μουσακά είναι άπλυτο στο νεροχύτη από προχθές. Εύχομαι να ήταν κιόλας Τρίτη βράδυ.

Μαύρη γάτα

Στην ήσυχη πλατεία του Σαν Φρανσίσκο μια γάτα με κοιτάζει από ψηλά.
Με τον ήλιο κόντρα, το ανοιχτό παράθυρο στον τελευταίο όροφο κρύβει ένα σκοτεινό δωμάτιο. Είναι η κουζίνα; Το σαλόνι;
Στο σκούρο αυτό κάδρο διακρίνεται η λεπτή γραμμή της σιλουέτας του μαύρου αιλουροειδούς. Ένα περίγραμμα μόνο που γυαλίζει γύρω από τα μάτια του αρπακτικού.
Είναι διερευνητική, παρατηρητική, ελεγκτική. Έτοιμη να πηδήξει.
Κοιτάζει τον Salvatore από την απέναντι πολυκατοικία να μιλάει στο τηλέφωνο, την Aurelie και τον Jerome από την Γαλλία με τους δύο ξανθούς τους γιους να κατεβαίνουν τις σκάλες της εκκλησίας, τη Donatella που επιστρέφει από την αγορά με μια τσάντα πορτοκάλια για το μαγαζί της.
Κοιτάζει κι εμένα μαζί με όλους τους άλλους.
Όσο καταγράφω τα τεκταινόμενα, εκείνη έχει φύγει πια από το παράθυρο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: