Ποιος ήταν ο Καπέλας;

Ποιος ήταν ο Καπέλας;



Και τότε αρθρώσαμε την ερώτηση που τόσο καιρό ντρεπόμασταν να ξεστομίσουμε.
Ποιος ήταν, τέλος πάντων, ο Καπέλας;
Η απορία μας αυγάτευε, φούσκωνε σαν κέικ· ξεπρόβαλε αργά από το έδαφος, όπως κουνιέται το χώμα στην αυλή σε κάθε σπρώξιμο του τυφλοπόντικα.
Το χώμα-απορία κάνει πέρα, κουνιέται, ντύνεται βουναλάκι· κι εμείς περιμένουμε στην άκρη της καρέκλας μας για να δούμε αυτό που θα ξεπροβάλει μέσα απ’ την καρδιά του χώματος εν είδει απάντησης. Ματαίως — ο τυφλοπόντικας της απορίας δεν φτάνει ποτέ ως πάνω. Τα υπόγεια μάτια του δεν έχουν καμία αγωνία για το πώς καίει το φως της μέρας. Κι ούτε δακρύζουν οι τυφλοπόντικες. Όμως αυτό δεν εμποδίζει τις εικασίες ούτε τις ελπίδες μας. Ρωτάμε και ξαναρωτάμε. Ποιος ήταν ο Καπέλας;
Μπορούμε μόνο να εικάσουμε. Τα στοιχεία μας είναι λιγοστά, αποσπασματικά· τα αρχεία δεν μιλάνε. Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Καπέλας;
Οι πληροφορίες μας μπλέκονται. Ήταν κάπελας των επαρχιακών δρόμων της Βόρειας Εύβοιας. Ήταν έμπορος εξωτικών φρούτων από την Ανατολή και το βρεγμένο Μπαγκλαντές. Ήταν φούρναρης, συμπεράναμε, κι έφτιαχνε ψωμί, ώσπου μια μέρα ο φούρνος γκρεμίστηκε και τότε μέσα απ’ τ’ αλεύρι βγήκαν μεγάλα λευκά περιστέρια. Ήταν Κηπουρός· με ειδικότητα στις μπανανιές. Ήταν κάποιος που κλέφτηκε με την αγαπημένη του κι έκανε σπιτικό στο Περιστέρι. Όμως ποιος ήταν ο Καπέλας;
Έκρυβε στις τσέπες του ρίγανη κι αρμπαρόριζα και στην ημιυπόγεια αποθήκη του έκρυβε ένα γέρο σοφό με φαρδύ σώβρακο και γαλακτερά μάτια. Ήταν κάποιος που ήξερε να ακούει τη βροχή και τις επικλήσεις της μαγκούρας.
Ποιος ήταν, όμως, ο Καπέλας; Ρωτάμε τα αρχεία. Ξανακοιτάμε τα στοιχεία. Ήταν μάγος, αφού τρέλαινε τα σπαρτά κι έκανε τις κολοκύθες να στροβιλίζονται σαν τρελές πάνω στις σκαλιέρες.
Κάποιοι τον είδαμε να στέκει σκεπτικός στο πιο ψηλό σπίτι του Πύργου, να αγναντεύει πέρα ως τον Άγιο Νικόλαο ή να παρατηρεί την κίνηση στον Πλάτανο. Μαντέψαμε πως δεν κατέβαινε πλέον στον Πλάτανο λόγω μιας συμφωνίας που είχε κάνει ‒ άγνωστο με ποιον. Όμως ακόμη αναρωτιόμαστε για τη σπασμένη πέτρινη σκάλα που οδηγεί στο σπίτι του. Προσπαθούμε να βρούμε τη μυστική σύνδεση των πραγμάτων.
Όσοι ρωτήσαμε τη γυναίκα του δεν πήραμε απάντηση· μόνο ένα βλέμμα αυστηρό απευθείας απ’ το βάθος των κατάμαυρων ματιών της που θολώνει ο καπνός του μάλμπορο. Η συνέντευξη δεν οδήγησε πουθενά. Χαζέψαμε τα ωραιόφυλλα και τον βασιλικό της γλάστρας και φύγαμε με άδεια χέρια και το παγούρι της απορίας μας γεμάτο.
Λέγαμε, ακόμα, πως ήταν γνώστης της τηνιακής στροφιλιάς· ότι τον μύησε ένας γέρος στο Εξώμβουργο, σε μια δυσπρόσιτη παραλία. Είχε γευτεί την αψάδα του ποτού μέσα απ΄ τις μαραμένες τρίχες ενός όστρακου.
Έχουμε μία φωτογραφία που το λέει καθαρά.
Κι ήταν μυστικός πράκτορας με στερνή αποστολή τη διαιώνιση ενός σπάνιου συριανού σύκου με κόκκινη σάρκα. Πριν λέγαμε αφελώς πως ήταν δολοφόνος πουλιών, γιατί είχαμε δει όλα τα κοτσύφια να πετούν μονομιάς όταν πλησίαζε το μοναχό δέντρο στην άκρη του κήπου. Eίδαμε το στόμα του κόκκινο· ήταν απ’ τα σύκα, φυσικά.
Μια μέρα υπονοήσαμε πως έκανε παράνομες εξαγωγές σύκου παστελάτου στην Ιταλία και πως είχε μυστικά πλουτίσει.
Όμως, ακόμη ρωτάμε ποιος είναι ο Καπέλας. Κάποιοι μπερδευόμαστε, τον φωνάζουμε Κάπελα. Κάποιοι μπερδευόμαστε, του ζητάμε μπανάνες.
Κάποιοι μπερδευόμαστε, στεκόμαστε στην πόρτα του, μήπως και μας πει πώς έφερε κοντά του την κοπέλα με τα μαύρα φρύδια, μήπως μας δώσει λίγη από την κοπριά που κάνει τα φυτά να τρελαίνονται, μήπως και μας αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό της ταυτότητάς του.
Κάποιες φορές τη νύχτα, τα μικρά παιδιά που δεν τον γνώρισαν ανοίγουν τα μάτια τους μες στο σκοτάδι, πλησιάζουν το κρεβάτι των γονιών τους. Μας ρωτούν ποιος είναι ο Καπέλας. Αγουροξυπνημένοι εμείς λέμε στα παιδιά να γυρίσουν στο κρεβάτι. Ήταν απλώς ένα περίεργο όνειρο. Και τι παράξενο! Μόνο έναν Καπέλα γνωρίζουμε. Πώς τους ήρθε, όμως, στη μέση της νύχτας των παιδιών να μας ρωτήσουν για τον Καπέλα.

                    Ή μήπως είναι Κάπελας;

                        Και ποιος είναι, τέλος πάντων, αυτός ο Καπέλας;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: