Τα αυτοκίνητα πήγαιναν αργά, σχεδόν ακίνητα, και τα κορναρίσματα δεν ακούγονταν, παρά τις επίμονες προσπάθειες των οδηγών
Ακούστηκαν οι κραυγές τρόμου από πολλές κότες ταυτόχρονα κι ένιωθε πως όλες μαζί με προτεταμένα τα ράμφη τους ορμούσαν πάνω του
Καίγομαι να σας αποκαλύψω κάτι ανυπόφορο που με σπρώχνει στην τρέλα και μου συνέβη όταν κρυβόμουν από τους Ρώσους...
Άκουσα κάτι σα βοή. Κοίταξα τη βιτρίνα. Σκιάχτηκα απ τη σκιά. Ανάμεσα στην καραμπίνα και τους σάκους πρόλαβα τη ριπή απ' το βλέμμα
Προβάρει τον εαυτό της σ’ έναν καθρέφτη / που καθρεφτίζει κάθε μέρα την προηγούμενη / Έτσι η αντίληψή της δραπετεύει στα περασμένα
Είμαι η γη κι ο ουρανός το αδιαίρετο Όλο / Είμαι η επινόηση του έρωτα το όνειρο της Σελήνης
Βλέπω τα σπίτια του απέναντι χωριού να ξυπνούν, τις λάμπες στα δρομάκια του σε παράταξη αστερισμού να σβήνουν
Την ώρα που επιτέλους έβρισκε τον πρόχειρα κρυμμένο φάκελο με τα μετρητά, άκουσε γέλια και ποδοβολητά στην είσοδο
Η Αφροδίτη του είχε εξηγηθεί: «Είμαι τρία πουλάκια κάθονται, του είχε πει, Άλλο να το ακούς κι άλλο να το ζεις μαζί μου».
«Μόλις γυρίσω απ’ το φανταρικό, παντρευόμαστε», υποσχέθηκα. Ακούστηκε να βελάζει η κατσίκα της κι έδεσα το παντελόνι μου
Άγγιξε το δέρμα με το δάχτυλο της, σαν να πιέζει ένα μπαλόνι, αλλά αμέσως το άφησε από φόβο έκρηξης
Ποιος κυνηγάει το φως σ᾿ αυτόν τον κόσμο;