Στο λιγοστό φως που μπαίνει από το μικρό άνοιγμα της κουρτίνας βλέπει το σώμα του. Τον κοιτάζει. Μένει ασάλευτη.
Η ιδέα αυτή, ή καλύτερα η αίσθηση ζεστασιάς που δημιούργησε η ιδέα αυτή μέσα μου, υπήρξε όλο αυτό το διάστημα ένα είδος καταφυγίου
Έφεραν μια μεσόκοπη γυναίκα και ο υπεύθυνος άφησε στα τρεμάμενα χέρια της ένα κασελάκι. «Του πατέρα σου», της είπε, «τα οστά»
Ότι δεν ξέρω που πάει ο χρόνος μου και τι κάνω μαζί του. Δεν ξέρω γιατί τελειώνει η μια μέρα και πότε ξεκινάει η επόμενη.
Σκιές, πάλι οι σκιές, προϋποθέτεις σε αυτές τις θάλασσες αυτές τις σκιές. Αδύνατο να τις δεις αλλιώς. ( Για τον ΜΙΜΗ ΣΟΥΛΙΩΤΗ )
Θηλιά τραχιά οι διαβάτες / με τις όξινες φωνές / τα αυτοκίνητα με τα φιμέ τζάμια / μια παρηγοριά.
Και βρέθηκε αυτός ο απρόβλεπτος, ο μελωδικός «ιός» που έμελλε ν’ αλλάξει διά παντός το μουσικό τοπίο και τα αισθήματα των ανθρώπων
Η ξανθιά αεροσυνοδός περνάει απ’ τον διάδρομο και του κάνει νόημα να σηκώσει το κάθισμα. Η προσγείωση ξεκινάει. Έξω μόνο σκοτάδι
Συχνά ξερίζωνε την καρδιά μου δίχως λύπη και παίζανε μπιλιάρδο με τον Χάιντ αυτός τον άφηνε από φόβο να κερδίζει.
Το σώμα σου είχε αρχίζει να γεμίζει, να στρογγυλεύει σε πλήρη αντίστιξη με την συνήθεια του φθινοπώρου να πετάει, να απορρίπτει...
Μνήμη είναι η εξορία που γίνεται πατρίδα στην άκρη μιας αποβάθρας πιο έρημης από ποτέ
Έχω ένα σκυλί μέσα στο κεφάλι μου / που τις νύχτες κλαίει ή αναπολεί / δεν γνωρίζω / δεμένο γύρω από μια σιδερένια πίκρα