Μας κατέβαζε ο δρόμος και πηγαίναμε απορροφημένοι στην κουβέντα με βήμα ελαφρύ, αγκαζέ
Ο δρόμος είναι πάντα δρόμος- η άσφαλτος έχει τους δικούς της κανόνες κι εμείς μόνο ένα δίπλωμα βραχείας θητείας.
Ο άνεμος καταλάγιασε, το υψίσυχνο σφύριγμα έπαψε, έπαψαν και των λυκόκυνων τα μοιρολόγια, το κίβδηλο φως έσβησε
Δεν έχει τρένο τέτοιες ώρες. Γκρίζο σαν τη γενειάδα το φαράγγι χάσκει στο πέρασμα του ανέμου.
Αγέλες ζωντανών ονείρων απ’ την πηγή τους να ξεχύνονται / κι αυτή αμέτρητα καράβια ν’ αναβλύζει …
Ολοκληρώνοντας τη λίστα των συγγραφέων που συνδέονται με το μυστήριο του Βραβείου, ας εξετάσουμε τα δεδομένα της υπόθεσης
Σιωπή. Εκείνος αόρατος, ήσυχος, πλέον συχνάζει, σα φίλος. Σκύβω στο βιβλίο με ζήλο, κι εγώ θεατρίνος.
Περπατάω με αγωνία να φτάσω γρήγορα, να διαλυθεί η ουσία μου από την πρώτη βουτιά. Αναβράζουσα σκιά στο τεχνητό φως του δωματίου.
Ήταν ασφαλώς το πιο γηραιό και το πιο πολύπειρο μέλος της οικογένειας, ωστόσο έφυγε πρόωρα, άδικα και απρόσμενα.
Οι δρόμοι της πόλης είχαν μετατραπεί σε μονοπάτια καθημερινής δουλειάς. Δεν είχαν σχέση με ρομαντικούς περιπάτους
Για τριάντα χρόνια γιόρταζαν τα γενέθλιά τους μαζί. Πάντα καταμεσής της λίμνης Τραζιμένο, μέσα σε μία κωπηλατική λέμβο.
Κοίταξα προς το παράθυρο. Είδα πέντε σκιές να βάζουν σε σακούλες μικρά και μεγάλα αντικείμενα, με κεριά για να μην τις δουν.