Η δική της αφή του χεριού

Μ.C. Εscher: «Χέρι με ανακλαστική σφαίρα» 1935
Μ.C. Εscher: «Χέρι με ανακλαστική σφαίρα» 1935



Τη Μυρτώ Κάραλη σκότωσα στις τέσσερις τα ξημερώματα, την εικοστή πέμπτη του Νοεμβρίου, μπήζοντας ένα κουζινομάχαιρο στο στομάχι της. Το χέρι μου μού φάνηκε σαν να ‘ταν το δικό της χέρι. Ένας μικρός πίδακας αίματος πετάχτηκε απ’ το στόμα της, αυτό με υποψίασε πως το στομάχι είχε πληγεί, λερώνοντας το λευκό της γιορτινό φόρεμα, αστραφτερό από πολύχρωμες πέτρες. Το βλέμμα της κενό, ομιχλώδες, με κοιτούσε χωρίς τρόμο, χωρίς πόνο ή έστω απορία για το τι μόλις είχε συμβεί. Σωριάστηκε αμέσως φαρδιά πλατιά στο πάτωμα με τα ακροδάχτυλά της να προσπαθούν να ψηλαφίσουν τη πληγή που ολοένα απλώνονταν πάνω στο μεταξωτό ύφασμα.

Τη γνώρισα απροσδόκητα, σ’ ένα παγκάκι να καπνίζει αμέριμνη και να παρακολουθεί το χορό των φθινοπωρινών ξεραμένων πλατανόφυλλων της κεντρικής πλατείας, όταν κάθε τόσο καμιά ψυχρή σπιλιάδα τάραζε και ανακάτευε τις σωρούς των φύλλων σαν μάντισσα που ανακατεύει τη μαγική της τράπουλα. Φορούσε ένα καμηλό παλτό και μαύρες μπότες και στο τσιγάρο είχε περασμένη μια λεπτή ξύλινη πορφυρή πίπα που φίλτραρε έτσι τον καπνό κάνοντάς τον, όταν δραπέτευε απ’ το στόμα της, να φαίνεται περισσότερο σκούρος σε σύγκριση με αυτόν της καύτρας και μ’ ένα βαρύτερο άρωμα.

«Έλα εδώ, αγοράκι», μου είπε όταν πέρασα τυχαία από μπροστά της και έτεινε το γαντοφορεμένο χέρι της για να μου προσφέρει τη διπλανή θέση στο παγκάκι. «Κάθισε».

Η αλήθεια είναι πως δεν συνηθίζω να ανταποκρίνομαι σε ξένους, τι λόξα έχει ο καθένας, έλεγα, ούτε να πιάνω ευγενικά συζητήσεις. Αλλά στο βλέμμα εκείνης, ένα βαθύ καστανό που στον ήλιο μπορούσες να το μπερδέψεις και με κόκκινο, είδα να καθρεφτίζονται τα φύλλα του πλατάνου που ακόμη ανεμίζοντας αψηφούσαν για δευτερόλεπτα τη βαρύτητα, και μέσα σ’ αυτή τη μυστήρια δίνη να βρισκόμουν κι εγώ μαζί τους, που μ’ έκαναν τελικά να καθίσω δίπλα της, μαγνητισμένος και περίεργος συνάμα για το τι με ήθελε. Μου πρόσφερε ένα τσιγάρο μέσα από μια ασημένια ταμπακιέρα που έπαιρνε να σκουριάζει. Αρνήθηκα με ένα ευγενικό νεύμα· δεν είχα καπνίσει άλλωστε ποτέ στη ζωή μου.

«Ω, έλα, δεν θα σε μαστουρώσει κιόλας!», είπε με μια σνομπίστικη φωνή και πρόσωπο ζαρωμένο. Αρνήθηκα ξανά, με περηφάνια περισσότερο αυτή τη φορά εξαιτίας της αποδοκιμασίας της.

«Καλά», απάντησε ξερά, σαν να χάρηκε περισσότερο που της έμενε ένα ακόμη για εκείνη.

«Σε λένε τάδε (δεν θέλω να αποκαλύψω το όνομά μου) σωστά;», με ρώτησε τραβώντας τη μισοτελειωμένη γόπα του τσιγάρου από τη πίπα και πετώντας τη στο πλακόστρωτο της πλατείας.

Ένιωσα σαν να με χτύπησε κεραυνός από την έκπληξη, αλλά μετά έβαλα με το μυαλό μου τη λογική και υπέθεσα πως μπορεί να την είχα πετύχει καμιά φορά στο δρόμο και να μην την θυμόμουν, όπως εκατοντάδες συναντάμε καθημερινά και λησμονούνται γρήγορα σαν να μην τους είδαμε ποτέ. Πάντως, δεν θυμόμουν να την είχα ξαναδεί, τουλάχιστον δεν μου θύμιζε κάτι οικείο: μια λεπτή με σώμα γλαδιόλας γυναίκα, κοντά στα εξήντα με εβδομήντα ίσως, σάπιο μπορντό κραγιόν στρωμένο επιδέξια στα χείλη και μαύρα μακριά μαλλιά, πιασμένα σ’ έναν πελώριο κότσο στη βάση του σβέρκου, και μ’ έναν εκτός της μοντέρνας μόδας ρουχισμό. Όχι, δεν την είχα ξαναδεί.

Σαν από το πουθενά, ξεκίνησε να μου μιλά για το παρελθόν της, χωρίς καμιά εισαγωγή. Ήταν μαυλιστική στον λόγο της, χρησιμοποιούσε δε και μια τέτοια γλαφυρή γλώσσα που ένιωθα πως τα ζούσα κι εγώ εκείνη τη στιγμή που τα πρωτάκουγα. Για τα παιδικά της χρόνια ξεκίνησε, τότε, κάνοντας την ανάλογη χειρονομία αναπόλησης, αυτή που σε κάνει να φαίνεσαι σαν να διώχνεις ένα ζωύφιο που πετά κοντά στο αυτί σου, τότε που στους καιρούς της υπήρχαν ακόμη μάγοι απ’ την Ανατολή και επισκέπτονταν το χωριό της για να πουν σ’ όσους τους πλήρωναν το μέλλον. Εκείνη είχε σταθεί, παιδούλα ακόμη, έξω απ’ το αντίσκηνό τους, περίεργη να μάθει τι έκαναν και αν όντως μπορούσαν να διαβάσουν το μέλλον, θέλοντας να γνωρίσει ακόμη και τον τρόπο που το έκαναν, όταν την έπιασε η μάγισσα να τους κατασκοπεύει (που παρεμπιπτόντως την φώναζαν όλοι μητέρα), μια παχιά μαυριδερή γυναίκα με ένα πετράδι κολλημένο στο μέτωπό της που το έκανες για τρίτο μάτι. Βλέποντάς την να προσπαθεί να τρυπώσει μέσα στη σκηνή, της είπε πως οι γονείς της και ο μικρός της αδερφός θα θαφτούν από μόνοι τους κάτω στη γη, όταν το φεγγάρι γεμίσει κι αδειάσει τρεις φορές. Η μικρή Μυρτώ δεν είχε καταλάβει τη περίεργη φράση αυτής της γυναίκας, δεν εννοούσε το γεμίσει, πώς να γεμίσει το φεγγάρι; από τι; και πώς θα αδειάσει; Κι έπειτα τι εννοούσε πως θα θαφτούν οι δικοί της στο χώμα; θα πάρουν τα φτυάρια και θα ρίχνουν πάνω τους χώμα μέσα σ’ έναν λάκκο; Έτρεξε αμέσως στο σπίτι της για να σιγουρευτεί πως δεν είχε συμβεί κανένα κακό. Μόνο που δεν πέταξε από τη χαρά της το επόμενο πρωί όταν η μητέρα της τής είπε πως οι μάγοι είχαν φύγει απ’ το χωριό για να επισκεφθούν άλλα. Φυσικά, δεν είχε τολμήσει να αναφέρει τίποτα σε κανέναν για αυτό που της είχε φανεί περισσότερο σαν κατάρα.

Όμως τα μακάβρια παιχνίδια της τύχης και συγκεκριμένα τα ζάρια που παίζει ο Χάρος με τη Ζωή (αυτές είναι αυτούσιες φράσεις της Μυρτώς) πολλές φορές πέφτουν με τέτοιο τρόπο πάνω στο ταμπλό, ώστε τον βγάζουν τραγικά μεγάλο νικητή. Έπειτα από λίγο καιρό, τόσο όσο είχε υπολογίσει η προφήτισσα, έγινε ένας μεγάλος σεισμός στο χωριό, ο μεγαλύτερος του αιώνος όπως συχνά έλεγαν οι ντόπιοι, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί το σπίτι τους και να πλακώσει τους γονείς και τον αδερφό της, που έτυχε να ήταν άρρωστος και να μην πήγε στο σχολείο εκείνο το πρωί, χάνοντας όλοι τη ζωή τους μέσα σε μια απειροελάχιστη στιγμή.

Έκτοτε έμεινε ορφανή χωρίς να έχει κανέναν άλλο συγγενή για να την μεγαλώσει. Λίγες μέρες όμως πριν μπει σε ορφανοτροφείο, ως είθισται για τα άτυχα παιδιά, η Μυρτώ, που μέχρι τότε έμενε στο σπίτι της δασκάλας της, το έσκασε ένα βράδυ με σκοπό να βρει αυτή την μάγισσα που της είχε πει αυτά τα λόγια. Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι πως την βρήκε γρήγορα και, για να μην τα πολυλογούμε, την πήρε υπό την κηδεμονία της κρυφά μέχρι να συμπληρώσει το πρώτο έτος της ενηλικίωσής της.

Τέτοιες ιστορίες κι άλλες, ακόμη πιο απίστευτες ή μαγικές μου έλεγε όλες τις μέρες που συναντιόμασταν – με έβρισκε καλύτερα να πω, πάντα τυχαία, στους δρόμους, στα πάρκα, στα μαγαζιά. Ακόμη και στον ύπνο μου άρχιζα να τη βλέπω, να μου μιλά κι εκεί, ασταμάτητα, λέγοντάς μου ιστορίες και ιστορίες πάλι, μυθιστορηματικές, άκρως ρεαλιστικές και που ο νους δεν πήγαινε κανενός, σαν τη Σεχραζάντ από τις Χίλιες και μία νύχτες· η μία ήταν καλύτερη απ’ την άλλη και πιο δυνατή απ’ την προηγούμενη, και εγώ πεταγόμουν απ’ το κρεβάτι, κάθε τόσο που μου εμφανίζονταν, για να καταγράψω ό,τι μπορούσα, ό,τι προλάβαινα από όλες αυτές τις ανείπωτες σκηνές της ζωής της. Το σαράκι της γραφής το είχα από μικρός και έτσι δεν έβρισκα άσχημη την ιδέα να γράψω κάποτε ένα βιβλίο με τις ατέλειωτες ιστορίες της.

Μάλιστα η πρώτη που κατέγραψα, στον ξύπνιο μου, επειδή μου είχε κάνει τόση μεγάλη εντύπωση, ήταν εκείνη με τον νεκρό άντρα της ο οποίος είχε πεθάνει αιφνίδια ένα καλοκαίρι. Είχε φύγει απ’ την μάγισσα και έπειτα από μια σειρά περιπετειών και ονειροπόλας περιπλάνησης (που κι από εκείνες φυσικά απέρρεαν δεκάδες ιστορίες), έμενε πια στην Αθήνα, δουλεύοντας ως ράφτρα. Παντρεύτηκε έναν έμπορο, μα πέθανε μετά από λίγα χρόνια. Τον έθαψαν γρήγορα για να μην βρομίσει το σώμα του (ξανά, με ακριβώς αυτά τα λόγια κέντησε κι αυτή την ιστορία), λίγες ώρες μετά την τελευταία του πνοή. Ξημερώματα της επομένης, δεν είχε βγει ο ήλιος για τα καλά, κι ο νεκρός της άντρας, όχι και τόσο νεκρός, είχε συρθεί από τον τάφο, είχε σπάσει για την ακρίβεια με τα πόδια του το φέρετρο και είχε βγει, καταφέρνοντας να φτάσει ως στο σπίτι τους. Τον βρήκε να κάθεται μπροστά απ’ το ψυγείο, ημίνεκρο–ημιζωντανό, με φαγωμένο πρόσωπο, να δροσίζεται απ’ τη ψύξη. «Τι κάνεις εδώ;» του είπε τρομοκρατημένη όταν τον άκουσε από το κρεβάτι της στο οποίο κοιμόταν μόνη για πρώτη βραδιά. «Γιατί σηκώθηκες; Πήγαινε να ξεκουραστείς, πήγαινε πάλι πίσω στο μνήμα».

Έπρεπε όμως να χτυπήσει το ξυπνητήρι, μου είπε κάνοντας μια παύση, για να καταλάβει ότι έβλεπε όνειρο. Μπροστά απ’ το κλειστό ψυγείο δεν υπήρχε κανείς. «Ο άντρας μου με αναζητά, με πεθύμησε κιόλας, θα ‘σβησε το καντήλι του και θέλει να του το ανάψω», σκέφτηκε. Έτσι πήρε νωρίς, σχεδόν χάραμα, τον δρόμο για το νεκροταφείο. Μα όταν έφτασε εκεί, το όνειρο φάνηκε να μην ήταν και τόσο αθώα σταλμένο, διότι ο τάφος, χωρίς τη πλάκα ακόμη από πάνω για να καθίσει το χώμα όπως γίνεται, φαίνονταν να ‘χει βεβηλωθεί. Τα χώματα είχαν σκορπιστεί στους γύρω τάφους, η γούβα είχε ανοίξει για τα καλά και το φέρετρο μέσα, σπασμένο απ’ την μέση και κάτω, έστεκε ανάποδα όρθιο και άδειο από το πτώμα του συζύγου της. Πρόκειται για περίπτωση κλοπής πτώματος, της είπαν οι Αρχές· ακραία σπάνιο στην εποχή μας, μα όχι και πρωτοφανές. Από τότε τον δήλωνε αγνοούμενο κι όχι νεκρό· η πρώτη ζωντοχήρα που εξαφανίστηκε ο άντρας της μετά θάνατον.

Στο σπίτι της βρέθηκα ουκ ολίγες φορές. Με οδηγούσε συχνά εκεί, αλλά ποτέ δεν έμαθα τη διαδρομή να την κάνω μόνος μου, πάντοτε έπρεπε να την ακολουθώ από μικρή απόσταση. Μα όσες φορές με πήγε, βάζοντας εγώ στο νου μου για σημάδια έναν κάδο απορριμμάτων, ένα παντοπωλείο, μια φυλλοβόλα αγριοπασχαλιά, ποτέ δεν κατάφερνα να το βρω χωρίς εκείνη. Είχε ένα παράξενο σπίτι, πάντα σκοτεινό απ’ τα κλειστά παντζούρια και μ’ ένα υφέρπον φως που πήγαζε από γαλάζιους και μωβ λαμπτήρες, κρυμμένους πάνω σε πανύψηλες ντουλάπες και δυσθεώρητες βιβλιοθήκες. «Τι στα κομμάτια; πώς ζει έτσι;», αναρωτιόμουν. Ήταν πραγματικά σαν να ‘βλεπα όνειρο. Ο μόνος επιτρεπτός χώρος για εμένα ήταν το μεγάλο σαλόνι. Οι πόρτες στο υπόλοιπο σπίτι ήταν πάντοτε κλειστές και ποτέ δεν τόλμησα, ούτε μια φορά, να ζυγώσω και να τις ανοίξω για να βρω τι κρύβονταν από πίσω τους.

Η Μυρτώ αρεσκόταν πολύ στις κρυστάλλινες μπάλες που λένε το μέλλον, αλλιώς ονομάζονται και orbuculum, υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη, δεκάδες αραδιασμένες εδώ κι εκεί, άλλες πάνω σε μεταλλικές βάσεις τοποθετημένες κι άλλες που στέκονταν μόνες τους. Ήταν σχεδόν το μόνο διακοσμητικό στοιχείο του σπιτιού και μέσα σ’ αυτό το ξεθωριασμένο ημίφως φαίνονταν πραγματικά μαγικές, σαν να κινούνταν κάτι μέσα τους, να σάλευε όπως το έμβρυο στη μήτρα, αποτραβώντας αμέσως το βλέμμα μου από φόβο για το τι θα έβλεπα στη συνέχεια. Άλλωστε δεν έβλεπα την ώρα για ν’ ακούσω τις υπέροχες ιστορίες της.

Της είχα αποκαλύψει επίσης πως κρατούσα σημειωμένα όλα αυτά που μου έλεγε, με σκοπό κάποια στιγμή να τα ενώσω σε ένα βιβλίο, το είχα πάρει πολύ ζεστά το ζήτημα, και φάνηκε να ενθουσιάζεται με την ιδέα, λέγοντάς μου μάλιστα πως θα με βοηθούσε κι εκείνη στη γραφή.

Δεν την φοβόμουν φυσικά, πως τάχα ήταν μια τρελή που μου έλεγε αρλούμπες, είχε κερδίσει και με το παραπάνω την εμπιστοσύνη μου· εγώ τουναντίον δυσκολευόμουν να κερδίσω τη δική της. Έδειχνε πάντοτε συνεσταλμένη όταν προσπαθούσα, με άκρατο σεβασμό βέβαια, να της κάνω μερικές πιο προσωπικές ερωτήσεις, χώρια απ’ τις ιστορίες της (για εμένα ήξερε στη κυριολεξία τα πάντα, δίχως να μου κάνει ποτέ ούτε μια ερώτηση). Ήθελα να μάθω συγκεκριμένα πράγματα για εκείνη κι όχι τυχαία γεγονότα που μου διηγούνταν από μόνη της. Κι όταν πράγματι έπαιρνα το θάρρος να τη ρωτήσω, τότε μαζευόταν, σαν να εκνευριζόταν, που τολμούσα να εισβάλλω σε ξένα χωράφια, επικίνδυνα στο να φάω τα μούτρα μου μού έλεγε και, χάριν τιμωρίας μάλλον, χανόταν για ένα διάστημα. Δεν εμφανιζόταν πουθενά. Εγώ βρίσκοντας συνέχεια χαζές προφάσεις για να βγαίνω από το σπίτι: τάχα χρειαζόμουν καφέ, τάχα για να πάρω τον αέρα μου, τάχα μ’ έπιασε μια λιγούρα και επιθυμούσα να φάω ένα γλυκό, μπας και με πετύχαινε πουθενά, σε κανένα σοκάκι, στην πλατεία που είχε γίνει η πρώτη μας συνάντηση, παντού, πάσχιζα να την δω από μακριά να καπνίζει εκείνα τα τσιγάρα με τον βαρύ καπνό· μα τζίφος, ήταν άφαντη. Θα με συναντούσε στο μέρος και την ώρα που αυτή επιθυμούσε – μου το είχε κάνει ξεκάθαρο από την αρχή. Και εγώ, πιστό σκυλί που καρτερά με την ουρά στα σκέλια το αφεντικό του, την περίμενα μέχρι να επανέλθει.

Γύριζε πάλι, ανανεωμένη πάντα, με κέφι, λησμονώντας το προηγούμενο θυμό και με νέες ιστορίες στο τσεπάκι της· δεν στέρευαν ποτέ. Δεν της αντιστεκόμουν κι εγώ φυσικά που είχε λείψει και με είχε αφήσει μόνο μου, ούτε τις κρατούσα μούτρα, της παραδινόμουν όπως ένα μικρό παιδί και άκουγα… άκουγα… άκουγα… με πλησμονή που ποτέ δεν ικανοποιούνταν. «Αχόρταγε», μου ‘λεγε, «σαν φύγω τι θα κάνεις;». Τότε εκατοντάδες απαντήσεις περνούσαν σαν βέλη απ’ το μυαλό μου, δίχως να βρίσκουν ποτέ το στόχο τους, επειδή την τελευταία στιγμή πριν ανοίξω το στόμα μου μετάνιωνα, από φόβο μην εκνευριστεί ξανά; από ανασφάλεια μην φύγει και μείνω μόνος; πάντως, σιωπούσα ταπεινά, επιλογή που της άρεσε πάρα πολύ, μ’ ένα σαρδόνιο μειδίαμα να σχηματίζεται στο στόμα της, λες και είχε ακούσει όλα όσα είχα σκεφτεί, μαζί με αυτό που κράταγα σφιχτά στα χείλη και δείλιαζα να πω.

Το χέρι μου διαμαρτυρόταν πολύ συχνά με πόνους και κράμπες επειδή το βασάνιζα συνέχεια με το στυλό. Και το έτριβα με παρακάλια να μην με εγκαταλείψει, να μείνει μαζί μου ως το τέλος. Περίμενα πώς και πώς να τελειώσω, μα κάθε φορά που νόμιζα πως είχα κάνει τη σωστή εκλογή, η Μυρτώ ερχόταν με φρέσκες ιστορίες και ξανά πάλι τα άλλαζα φρενήρης, μουτζουρώνοντας τις σελίδες του σημειωματάριου –έπρεπε να αγοράσω και δεύτερο επειδή το πρώτο εκατόφυλλο, πυκνογραμμένο, είχε γεμίσει και δεν έμενε άλλος χώρος– για να σημειώσω τις νέες πραμάτειες. Ναι, σαν έμπορος αισθανόμουν που του δίνουν τσάμπα αχρείαστα αντικείμενα, ρολόγια περασμένου αιώνα, τραπέζια, αντίκες όλων των ειδών, για να μην τα πετάξουν στα σκουπίδια, κρίμα θα ‘ταν άλλωστε αν μπορούσαν να αξιοποιηθούν. Τα μάζευα όλα για να τα φυλάξω απ’ τα παμφάγα δόντια του χρόνου, να τα συντηρήσω λίγο, να τα σουλουπώσω και να τα βγάλω έπειτα έξω στον κόσμο. Μια συναλλαγματική συμφωνία, ανυπόγραφη από πλευράς της και –κακά τα ψέματα– χωρίς κανένα κέρδος για εκείνη· μια συμφωνία που και οι δύο όντας καλοί έμποροι ξέραμε, σιωπηρά, να τηρούμε κατά γράμμα.

Ένα απ’ τα πιο παράξενα όνειρα που είχα δει και που περιέργως δεν συμμετείχε σ’ αυτό η Μυρτώ, ήταν ένα μήνα ακριβώς πριν τη μοιραία εκείνη νύχτα του θανάτου της. Ήμουν λέει σε μια μυστική ομάδα, ανήκα σε μια θρησκευτική σέκτα ενδεχομένως, όπου φορούσαμε μακριούς μανδύες και φαρδιές κουκούλες σαν καθολικοί μοναχοί στον μεσαίωνα, καθισμένοι όλοι σε έδρανα, μ’ έναν δάσκαλο πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Ήμασταν μόνον εμείς οι μαθητές και ο δάσκαλος. Ο δάσκαλος κληρώνονταν να παίξει το ρόλο του και έπρεπε να διδάσκει στους υπόλοιπους αυτά που έπρεπε να διδάσκει (δεν γνωρίζω ποια ήταν αυτά, τουλάχιστον δεν τα θυμάμαι). Δεν έπρεπε όμως να κάνει κάτι λάθος, κάτι που εμείς γνωρίζαμε πως ήταν λάθος. Γιατί τότε, περίπτωση που συνέβη και στον συγκεκριμένο όπου ήταν, εκτός των άλλων, πάρα πολύ αυστηρός μ’ εμάς, έπρεπε να πεθάνει. Στον τοίχο απέναντί μας, κάτι το οποίο πρέπει να θεωρούνταν κάτι σαν το ιερό των χριστιανικών ναών, υπήρχε μια αναπαράσταση τού τι επρόκειτο να του συμβεί. Τρεις μαθητές τον μετέφεραν σ’ άλλη αίθουσα μα μπορούσαμε ν’ ακούμε τις φωνές. Στον τοίχο ήταν τώρα μια κούκλα (πρόχειρο ομοίωμα του δασκάλου) την οποία τρυπούσαν απ’ τα πλάγια τρία μεγάλα χοντρά στιλέτα: στο στήθος, στη λεκάνη, στα πόδια. Εμείς βλέπαμε τη κούκλα και τον ακούγαμε να τα παθαίνει αυτά από εκεί που τον είχαν πάει. Τελικά πρέπει να πέθανε κι έτσι την κληρωτίδα την έβαλαν πάλι μπρος για να δούμε ποιος θα ‘ταν ο επόμενος δάσκαλος. Όλοι τρέμαμε απ’ τον φόβο μας, μη τύχει να βγούμε εμείς. Ευτυχώς, δεν ήμουν εγώ – και εκεί τέλειωσε το όνειρο. Τι παράξενο, έκανα όταν ξύπνησα, θα το πω σίγουρα στην Μυρτώ, θα της αρέσει κάτι τέτοιο. Έπειτα μου ήρθε στο μυαλό να το παραλλάξω σ’ εκείνην· για παράδειγμα για το μάθημα που θα έπρεπε να κάνει ο δάσκαλος, πώς θα της φαινόταν να τον έβαζα να λέει… ιστορίες; Θα έπρεπε αυτός που θα κληρώνεται να λέει ιστορίες στους υπόλοιπους χωρίς να στερέψει, να συνεχίζει να λέει πρωτότυπες ιστορίες, δίχως να επαναλαμβάνεται, κι αν κάποτε στέρευε, δεν είχε τι να πει, να τον σκότωναν με τον ίδιο τρόπο που πέθαινε και ο δάσκαλος.

«Μμμ, περίεργο όνειρο», μου είπε γελώντας, ανταποκρινόμενη περιπαικτικά περισσότερο κι όχι τόσο έκπληκτη όσο περίμενα να ήταν. «Σε έχω επηρεάσει πολύ φαίνεται, σαγηνεύεσαι τόσο απ’ αυτά που σου λέω, έτσι δεν είναι;». Ντράπηκα να απαντήσω, μα ήταν η αλήθεια.

Με έβρισκε στα πιο απίθανα μέρη χωρίς καμία προειδοποίηση. Στο σπίτι μου φυσικά την είχα δεχθεί απ’ τις πρώτες μέρες της γνωριμίας μας. Νοίκιαζα ένα σπίτι ως φοιτητής στο Παγκράτι, ισόγειο, κι ερχόταν πολλές φορές κατά τη διάρκεια που έτρωγα το μεσημεριανό μου, όταν έβλεπα τηλεόραση, καθάριζα το σπίτι ή άπλωνα τα ρούχα μου στο μπαλκόνι, έξαφνα, από το πουθενά, για να με παρακινήσει να γράψω – να γράψω γι’ αυτήν, για αυτά που έχει περάσει και που δεν ήταν και τόσο αδιάφορα, τόνιζε. Έδειχνε να την ενδιέφερε πώς πήγαιναν τα γραψίματά μου, την είχε πιάσει μια κάψα. «Γράφε, κακομοίρη μου», μου έλεγε, «γιατί μπορεί να μην με βρίσκεις καμιά μέρα και δεν θα έχεις να γράφεις για κάποιον, θα φύγω και θα με ψάχνεις πάλι, όπως τις προάλλες».

Για να είμαι ειλικρινής την είχα παραμελήσει τον τελευταίο καιρό επειδή έτρεχαν κι άλλες υποχρεώσεις που έπρεπε να φέρνω εις πέρας, όπως η παρακολούθηση των μαθημάτων μου στη σχολή, οι εξετάσεις που βρίσκονταν ακόμη μακριά αλλά αλματωδώς πλησίαζαν χωρίς να έχω ανοίξει βιβλίο, και μαζί είχα και τη δουλειά μου. Είχα καταφέρει να πιάσω δουλειά ως πωλητής σε ένα μικρό βιβλιοπωλείο που πουλούσε παλιές, δυσεύρετες εκδόσεις κλασικών έργων, καταλήγοντας να περνώ το χρόνο μου διαβάζοντας περισσότερο, παρά γράφοντας. Μα για έναν συγγραφέα λένε πως ακόμη κι αν δεν γράφει, εργάζεται εντός του· εκτός αυτού, είχα και τη Μυρτώ που με έβλεπε έτσι επαναπαυμένο και με διέταζε, όπως μια πλούσια λαίδη διατάζει έναν φτωχό ζωγράφο να της κάνει το πορτρέτο, να πιάσω ξανά δουλειά. Δεν ήξερα γιατί με είχε εμπιστευτεί τόσο πολύ, γιατί πίστευε στις ικανότητές μου. «Θα μπορούσες να βρεις έναν άλλο καλύτερο, επαγγελματία συγγραφέα που θα σε παρακάλαγε για να του μοσχοπουλήσεις τις ιδέες σου, γιατί εμένα;», τη ρωτούσα. «Εγώ εσένα επέλεξα και η μούσα είναι αυτή που επιλέγει τους καλλιτέχνες που θα εμπνεύσει», απαντούσε με μια ναρκισσιστική διάθεση που δεν έμπαινε καν στον κόπο να κρύψει. Ας πάω με τα νερά της, συμβούλευα τον εαυτό μου, και πού ξέρεις, μπορεί να σε συμπαθήσει το αφεντικό σου στο βιβλιοπωλείο με αυτό που θα γράψεις (μέχρι εκεί περιοριζόταν ο προσδοκώμενος αριθμός των αναγνωστών μου), τόσο πολύ που να σου κάνει αύξηση. Δεν θα ‘ταν άσχημη ιδέα. Ο οργανισμός μου όμως δεν είχε την ίδια θέρμη, ήταν εξαντλημένος. Το χέρι μου, εις διπλούν κουρασμένο, διαμαρτυρήθηκε με μια οξεία τενοντίτιδα, δείχνοντάς μου πως είχα αθετήσει την υπόσχεση που του είχα δώσει κάποτε, αφήνοντάς με ανίκανο να συνεχίσω από εκεί που είχα σταματήσει για λίγο.

Έπρεπε να τελειώσω τις ιστορίες, να ολοκληρώσω αυτό το πολυπόθητο βιβλίο που φαινόταν πως όσο το έγραφα τόσο το τέλος του απομακρυνόταν από εμένα. Και αυτή η Μυρτώ ήταν ασυναγώνιστη, ασταμάτητη στις μυθοπλασίες. Από ένα σημείο κι έπειτα είχα σταματήσει να δίνω τόση σημασία σ’ αυτά που έλεγε, απλά τα κατέγραφα δουλικά και η κάθε ηδονή που κάποτε τις συνόδευε είχε μετατραπεί σε πόνο και αγγαρεία. «Μήπως με βαρέθηκες; Θες να σταματήσω;», με απειλούσε σε κάθε αναστεναγμό βαρυγκομίσματος που άκουγε από μέρους μου. «Όχι, όχι», της έλεγα και συνέχιζα να γράφω, έχοντας βγάλει το περικάρπιο που με εμπόδιζε και είχε καταντήσει να γίνει δεύτερο δέρμα μου πια.

Σιγά-σιγά βρήκα ξανά τη φόρμα μου και ρίχτηκα με νέα ορμή στο βιβλίο. Είχε πάψει να μου λέει πια τόσες ιστορίες και με βοηθούσε να τις ανασυντάξω τώρα, αν είχα χάσει τυχόν λεπτομέρειες ή είχα παραλλάξει γεγονότα. «Πρόσεχε γιατί όλα αυτά που σου έχω πει έχουν συμβεί στην πραγματικότητα, μην αλλάξεις τίποτα, όπως σου τα λέω να τα γράφεις». Ακολουθούσα πιστά τις εντολές της, ακόμη κι αν μέσα μου κρυφά ήθελα να αλλάξω μερικά πράγματα γιατί, πώς να το κάνουμε, θα ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακά στην πλοκή· μα δεν μου πήγαινε η καρδιά.

Εύχομαι μια μέρα να μου δοθεί η ευκαιρία να τις αφηγηθώ και σε εσάς.

Η Μυρτώ ξαφνικά, από την μία μέρα στην άλλη, εξαφανίστηκε. Τον πρώτο καιρό δεν ανησύχησα. Συνήθιζε να χάνεται στα δικά της μονοπάτια, όπως μου έλεγε, μα πάντα επέστρεφε. Είχε μπει για τα καλά ο χειμώνας, στο βιβλιοπωλείο είχε μειωθεί η πελατεία, στη σχολή είχαμε καταλήψεις και τα μαθήματα είχαν σταματήσει για λίγο καιρό, και είχα αρχίσει να πλήττω, μου έλειπε. Στο μυαλό μου βέβαια μέσα την άκουγα να με ρωτά πώς πάει με το βιβλίο, αν το τελειώνω, πόσο έμεινε ακόμη, αλλά εγώ δεν της απαντούσα, έκανα πως δεν άκουγα. Το ίδιο συνέβαινε πολλές φορές όταν πραγματικά μου μιλούσε και νόμιζα πως ήταν απλώς η φαντασία μου, τίποτα άλλο.

Η απουσία της αισθητή και διαρκέστερη από κάθε άλλη φορά. Είχα αρχίσει να έχω τις αμφιβολίες μου. Μήπως δεν με ήθελε πια για το βιβλίο της; Μήπως είχε βρει άλλον τελικά, καλύτερο, που να τα αφηγείται μ’ έναν πιο εκλεπτυσμένο τρόπο γραφής, έναν πετυχημένο, που θα αξιοποιούσε καλύτερα, πιο έξυπνα, το άφθονο και ανεξάντλητο υλικό της; Πολύ πιθανό, πολύ πιθανό, μονολογούσα και πηγαινοερχόμουν πάνω-κάτω στο μαγαζί. Αυτό ήταν, πάει, πέταξε το πουλάκι! Πώς τώρα θα γράψω το τέλος του βιβλίου μου, αν δεν μου παρουσιαστεί για να μου πει μονάχα το τέλος. Μετά από τόση πίεση, μετά από τόσους όρκους που είχα δώσει να μην αλλάξω ούτε λέξη στην αφήγησή της, ήμουν ανίκανος να σκεφτώ ένα τέλος. Έσκιζα τη μία σελίδα μετά την άλλη απελπισμένος, εγώ που κάποτε παρακαλούσα να βρω μες στο σπίτι έστω ένα μικρό χαρτάκι post-it για να μην ξεχάσω κάτι απ’ αυτά που μου έλεγε. Γιατί δεν εμφανιζόταν; Γιατί δεν μου εξηγούσε απλά τον λόγο, την αιτία που έτσι άδοξα αποφάσισε να με παρατήσει στη τρικυμιώδη θάλασσα των λευκών άγραφων σελίδων; Δεν γνώριζα πού έμενε ακριβώς. Κάθε φορά που έβγαινα στους δρόμους για να βρω το σπίτι της, να ακολουθήσω την διαδρομή που μαζί παίρναμε, κατέληγα να χάνομαι. Δεν είχα κανένα στοιχείο, το όνομά της στον τηλεφωνικό κατάλογο αντιστοιχούσε σε δεκάδες αριθμούς και μετά από πέντε-έξι αποτυχημένες προσπάθειες σταμάτησα να εξετάζω κάθε γυναικεία φωνή που απαντούσε –καμία δεν είχε το δικό της ηχόχρωμα– και να λέω στο τέλος πως έκανα απλώς λάθος, κλείνοντας το τηλέφωνο με την ελπίδα πως ίσως ν’ απαντήσει στην επόμενη γραμμή. Μα τι σκεφτόμουν; Αφού δεν πρέπει να είχε καν τηλέφωνο στο σπίτι της. Ένιωσα πως είχα αρχίσει να τα χάνω.

Βρήκε τη μέρα πάντως, ένα πρωινό στο βιβλιοπωλείο, άυπνος όπως ήμουν –ούτε και στις ελάχιστες ώρες ύπνου δεν καταδεχόταν να με επισκεφτεί–, εξυπηρετούσα δυο πελάτες –ο ένας είχε αγοράσει ήδη μια πάμφθηνη έκδοση των Ιστοριών Μυστηρίου του Poe και προσπαθούσα να του πουλήσω και το Ο έρωτας στην αρχαία Ρώμη για το οποίο είχε εκδηλώσει ένα φευγαλέο ενδιαφέρον–, όταν την είδα απέναντι σ’ ένα μικρό αλσύλλιο να μου κουνά το χέρι κοροϊδευτικά. «Μυρτώ! Μυρτώ!», φώναξα σαν να σφάδαζα στον πόνο. «Μυρτώ, περίμενε!». «Ποιον φωνάζεις;», με ρώτησε το αφεντικό μου. Βγήκα έξω απ’ το μαγαζί σχεδόν τρέχοντας. «Μυρτώ, περίμενε». Δεν έδινε σημασία στα παρακάλια μου. «Το βράδυ», της φώναξα, «αύριο έλα σπίτι… σπίτι, άκουσες; άκουσες;». «Όλο το πάρκο σε άκουσε παλαβιάρη, σε ποιον μιλάς;», αισθάνθηκα το βαρύ χέρι του αφεντικού μου πάνω στο σβέρκο. Η Μυρτώ πρόλαβε να κρυφτεί πίσω από έναν μικρό θάμνο για να μην την δει. Φαίνονταν σαν να μιλούσα σε φάντασμα και ντράπηκα. Μπήκα μέσα. Οι δυο πελάτες μού έριξαν κάτι λοξές ματιές σαν να ‘βλεπαν δραπέτη του Δρομοκαΐτιου να τους εξυπηρετεί ανενόχλητα έπειτα από μια σύντομη κρίση τρέλας.

Ας έρθει αύριο βράδυ, ας έρθει, ευχόμουν από μέσα μου και, μην νομίζετε, τίποτα δεν ήταν προσχεδιασμένο – απολύτως τίποτα. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ, πως με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο κι εντελώς απρόσκοπτα, εκείνο το βράδυ, θα έφτανα να δώσω τέλος στη ζωή της – μια ζωή που σαν ένα εργόχειρο ξηλωνόταν σιγά-σιγά απ’ τα ίδια μου τα χέρια.

Είχα φροντίσει να είναι όλα υπέροχα για την επάνοδό της. Είχα ανάψει κεριά, τα φώτα ήταν σβηστά, μόνο η λάμπα της κουζίνας έκαιγε. Μουσική δεν είχα βάλει γιατί πάντοτε με αποσυντόνιζε, το ίδιο κι εκείνη. Και την περίμενα να έρθει, να ακούσω τη φωνή της να μου μιλά με το δικό της τρόπο, έτσι όπως πάντοτε έκανε. Εμφανίστηκε μετά από ώρες καθυστέρησης, υπέρλαμπρη, μ’ ένα λευκό φόρεμα στο οποίο, σαν να είχαν χυθεί πεφταστέρια και να ‘χαν κολλήσει πάνω, γυάλιζαν όλων των ειδών πολύτιμα πετράδια. «Ήρθες», της είπα και μ’ έπιασε αμέσως ένα πικρό παράπονο: «Γιατί με αποφεύγεις; Γιατί δεν έρχεσαι όπως ερχόσουν όλον αυτόν τον καιρό, τι συνέβη;».

Εκείνη, σαν να απομάκρυνα με το λόγο μου και τον τελευταίο ενδοιασμό που έκρυβε, άρχισε να κλαίει. Την είχα δει φυσικά να κλαίει, μέσα από πολλές ιστορίες της, μα δεν ήταν όπως τώρα. Κάτι είχε αλλάξει. «Γιατί κλαις;», τη ρώτησα.

«Γιατί ξέρω πως μετά από όλο αυτό θα με εγκαταλείψεις», ξέσπασε, «θα φύγεις, θα πετάξεις αλλού, σε νέα τοπία, σε νέες ιστορίες και άλλους ήρωες. Δεν σε αδικώ βέβαια. Τι θα κάνεις πια με μια γριά που δεν θα ‘χει τίποτα το ενδιαφέρον να σου πει, τίποτα να σου προσφέρει. Ήμουν μια κούκλα για εσένα που τραγουδούσε, χόρευε, σε διασκέδαζε, αλλά που πια οι μπαταρίες της τείνουν να αδειάσουν και άλλες στην αγορά δεν υπάρχουν για να τις αντικαταστήσεις. Ναι, αυτό είναι, όσο μελοδραματικό κι αν ακούγεται έτσι είναι, μην το παραβλέπεις. Ακόμη κι αν συνεχίσεις να γράφεις για εμένα, δεν θα ‘χει κανένα νόημα για τους δυο μας. Κανείς δεν θα διαβάσει ένα βιβλίο στο οποίο δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Έβλεπα το τέλος από μακριά, εσύ δεν μπορούσες να το δεις αλλά εγώ το έβλεπα ξεκάθαρα. Δεν το φοβόμουν. Έλεγα ό,τι του πω θα το γράψει, θα με ακούσει. Μα φαίνεται πως όσο κι αν προσπαθούσα να κόψω αυτές τις κλωστές απ’ τα χέρια και απ’ τα πόδια μου, τόσο περισσότερο μπερδευόμουν. Αργά ή γρήγορα θα βρεις κάποιον άλλο να σου αφηγηθεί αυτά που θέλει να σου αφηγηθεί, εγώ ό,τι είχα στο έδωσα, τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπωθεί, απλά αυτή η μικρή λέξη με τα πέντε κεφαλαία γράμματα που μπαίνει πάντοτε κάτω απ’ τις ιστορίες και μερικές φορές αποτελεί και αυτή η ίδια μέρος τους. Θα βρεις κάποιον άλλο», επανέλαβε, «κάποιον άλλο», αντιλάλησε η φωνή της.

Δεν μπορώ επακριβώς να επαναφέρω τη συνθήκη, γιατί δεν θυμάμαι τίποτα από αυτό το σημείο κι έπειτα, μέχρι τη στιγμή του θανάτου της –σαν να ‘χα μπει σ’ έναν λαβύρινθο, θεοσκότεινο, πίσσα σκοτάδι, και να περιφερόμουν για ώρες μέχρι που κάποια στιγμή είδα φως στον ορίζοντα και άρχιζα να τρέχω προς το μέρος του–, ούτε θυμάμαι το πώς βρέθηκε εκείνο το κουζινομάχαιρο να γίνει το όπλο του εγκλήματος, υποθέτω πως απλά έτυχε να ‘ταν αυτό. Λες και έκαιγαν κάρβουνα στα μάτια μου, μισοναρκωμένος, όπως εκείνο το δευτερόλεπτο που ξεγλιστράμε απ’ το όνειρο, το χέρι μου μού φάνηκε σαν να ‘ταν το δικό της χέρι, αισθανόμενος πως έβγαινα απ’ το σώμα μου και αιωρούμουν κυκλικά στο δωμάτιο σαν φάντασμα, τη μαχαίρωσα ίσια στη κοιλιά, μ’ ένα γρήγορο χτύπημα που βρήκε κατ’ ευθείαν στο στομάχι. Την ίδια στιγμή ένιωσα το μαχαίρι και στο δικό μου στομάχι, τη διπλή λεπίδα να διαπερνά ταυτόχρονα τη σάρκα μας.

Προς επιβεβαίωση του αντιθέτου, θυμάμαι το αίμα πώς πετάχτηκε σαν πίδακας απ’ το στόμα της, τα αστέρια στο φόρεμα πώς σβήστηκαν βαμμένα στο πηχτό άλικο, το γδούπο της στο πάτωμα και, λίγα λεπτά πριν πεθάνει, να μου χαμογελά με κατακόκκινα δόντια σαν να μου ‘λεγε ευχαριστώ.

———

Έγραψε έπειτα τη λέξη Τ Ε Λ Ο Σ αφήνοντας ένα κενό ανάμεσα από κάθε γράμμα για να γεμίσει η μια άκρη της σελίδας μέχρι την άλλη, και ένιωσε αμέσως ένα κύμα ενοχής να τον πλημμυρίζει για το γεγονός που ανάγκασε την ηρωίδα του πρώτου του διηγήματος, τη Μυρτώ Κάραλη, να αυτοκτονήσει τόσο άδοξα σε μια φρενιασμένη παρόρμηση του νου. Την βρήκανε αφού παραβίασαν τη πόρτα του διαμερίσματός της μετά από έναν μήνα –ποιος να την ζητούσε άλλωστε; κανέναν δεν είχε στον κόσμο–, σε προχωρημένη σήψη, φορώντας ένα γιορτινό φόρεμα και με εκατοντάδες εκατοντάδων χαρτιά γύρω της που, ανασυνθέτοντας πρόχειρα μερικά ένας αστυνομικός, βρήκε πως συνέθεταν ένα μυθιστόρημα με διάφορες ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε η ίδια. Μετά από μερικούς μήνες, κάποιος γείτονας που ενδιαφέρθηκε για τα χειρόγραφα, αφού του τα παρέδωσε η αστυνομία απ’ την στιγμή που δεν υπαινίσσονταν κάτι το νομικά ενδιαφέρον που να ανατρέπουν την άτυχη υπόθεση της γυναίκας, έλεγε σ’ όλους στην γειτονιά πως το βιβλίο της τελείωνε σ’ έναν χορό όπου ήταν επίτιμη καλεσμένη.

Είχε κλυδωνιστεί αρκετά για το αν έπρεπε να βάλει αυτό το τέλος, και τελικά, έπειτα από δυο-τρία μισοτελειωμένα προσχέδια με εναλλακτικό τέλος, αποφάσισε να το κρατήσει ως είχε.

Μαζί με τον δικό μου ήρωα, αυτόν που έγραφε το διήγημα «Η δική της αφή του χεριού», αφού το ολοκληρώσαμε, πέσαμε στο κρεβάτι, ξεθεωμένοι απ’ τον κόπο της γραφής, απ’ τη προσπάθεια να βγουν, να αποτυπωθούν στο χαρτί με τη δυνατότερη ακρίβεια και οικονομία αυτές οι ιδεατές εικόνες που είχαμε πλάσει στο μυαλό μας, και, προτού κοιμηθώ, περνώντας σαν σφαίρα η σκέψη ότι αυτός, ο ανώνυμος ήρωάς μου που έγραψε το διήγημα, δεν θα μάθαινε ποτέ τι πράγματι είχε συμβεί, αν ήταν δηλαδή καθαρή αυτοκτονία ή όχι ο θάνατός της, άρχισα ήδη να φαντάζομαι, εκστασιασμένος, με κλειστά τα μάτια, την υλοποίηση του επόμενου διηγήματός μου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: