Ένας μικρός κόσμος / Η δεύτερη ευχή

Ένας μικρός κόσμος


Έπρεπε να βγει από το σπίτι οπωσδήποτε. Να αγοράσει κρεμμύδια για τις φακές. Του άρεσαν πολύ οι φακές. Αλλά χωρίς κρεμμύδια; Μια φορά έτσι τις είχε φτιάξει, σκέτες, αλλά ήταν τελείως άνοστες. Ναι. Οι φακές χωρίς κρεμμύδι είναι σκέτες. Και οι σκέτες φακές δεν αξίζουν. Θα έπρεπε να προσέξει. Τι κρεμμύδια θα έπαιρνε. Είχε κατά νου ένα μανάβικο που συνήθως πήγαινε, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι θα έχει αυτή την χρονική περίοδο τα κατάλληλα κρεμμύδια. Για τις φακές του. Άρχισε να σκέφτεται και το ενδεχόμενο, αφού έπαιρνε την απόφαση να ετοιμαστεί και να πάει να ψωνίσει, να μην βρει αυτό που έψαχνε. Δηλαδή, τα κατάλληλα κρεμμύδια για τις φακές. Τότε τι θα έκανε; Είχε μεγάλη όρεξη για φακές. Δεν ήθελε να φάει κάτι άλλο. Είχε βαρεθεί. Μόνο τις φακές σκεφτόταν και του έτρεχαν τα σάλια. Ειδικά αυτές, τις συγκεκριμένες φακές που του είχανε φέρει από το νησί. Δεν υπήρχε περίπτωση να τις μαγειρέψει χωρίς τα υλικά που αρμόζουν. Σήμερα. Ήταν αποφασισμένος να ψάξει. Να πάει όπου είναι απαραίτητο για να βρει τα κρεμμύδια που ταιριάζουν στις φακές. Δεν έπρεπε να επιτρέψει στον εαυτό του να κάνει κάτι άλλο. Οι φακές θέλουν οπωσδήποτε κρεμμύδια και μάλιστα αυτές οι φακές που ήταν τώρα στο ντουλάπι της δικής του κουζίνας απαιτούν ένα και μόνο ένα είδος. Και αν δεν το έβρισκε πουθενά; Ντύθηκε γρήγορα και μάζεψε στην τσέπη του τα κλειδιά και το πορτοφόλι του. Δεν χρειαζόταν κάτι άλλο. Είχε σκοπό αυτή την ημέρα να την αφιερώσει σε κάτι που σίγουρα άξιζε τον κόπο. Μαγειρεύοντας τις καλύτερες φακές του κόσμου. Του δικού του κόσμου που ήταν τόσο μικρός και περιορισμένος. Για την ώρα, όσο είναι και ένα πιάτο φακές. Μαγειρεμένες όμως σωστά.





Η δεύτερη ευχή

Όταν πέρασε μέσα, το μπαρ του φάνηκε γεμάτο. Γρήγορα η αρχική του αίσθηση επιβεβαιώθηκε. Στη μεγάλη μπάρα, στις δυο μακριές πλευρές της γωνίας πίσω από την οποία επιδέξια ο Θοδωρής και η Μιράντα ετοίμαζαν τα ποτά, δε χωρούσε ούτε ένα μικρό σκαμπό. Με δυσκολία οι παραγγελίες περνούσαν στα τραπέζια. Όλα τα δωμάτια του μαγαζιού ήταν φίσκα από μεγάλες παρέες. Δεν είχε κανονίσει τίποτα. Να βρεθεί εκείνο το βράδυ σε αυτό το μαγαζί με άλλους. Ο Θοδωρής μόλις τον είδε του έφτιαξε το δικό του, όπως πάντα με λίγο πάγο, και του έγνεψε να πάει κοντά. Δεν ήθελε να στριμώξει τις κοπέλες που κάθονταν μπροστά του, στη μπάρα, γι' αυτό σήκωσε το χέρι για να τον χαιρετήσει και να του σημάνει ότι θα τα πούνε αργότερα. Όσο μπορούσε πιο διακριτικά πήρε το ποτό που του είχε ετοιμάσει και απομακρύνθηκε. Χωρίς δεύτερη σκέψη ήπιε μια μεγάλη γουλιά και άναψε τσιγάρο. Καθόταν κοντά στην πόρτα και άκουγε ένα τραγούδι που δεν ήξερε, ούτε του θύμιζε κάτι. Όμως του άρεσε. Δεν κοιτούσε κάτι συγκεκριμένα και ήταν κενός από σκέψεις. Το καλό με το να πίνεις και να καπνίζεις. Αυτά τα δύο, αποκλειστικά και μόνο. Δεν ήταν ένα καθόλου διαφορετικό βράδυ, αν εξαιρέσεις την πολυκοσμία μια που ήταν Σάββατο, αλλά του φαινόταν ξεχωριστό. Η ζωή του φαινόταν ξεχωριστή και όμορφη, χωρίς πολλές κουβέντες. Το ποτήρι του τώρα ήταν άδειο και αμέσως ευχήθηκε να είχε ένα καινούργιο. Δεν πέρασαν πολλά δευτερόλεπτα. Η μια από τις δύο κοπέλες που στην αρχή νόμισε ότι τον αγριοκοίταξαν κρατούσε ένα γεμάτο ουίσκι με λίγο πάγο και κατευθυνόταν προς τη δικιά του μεριά. Κάπου πίσω της είδε αμυδρά την Μιράντα που του έκλεινε το μάτι. Είναι ωραίο να γίνονται πραγματικότητα οι ευχές σου, σκέφτηκε καθώς τσούγκριζαν τα ποτήρια τους. Κι ας είναι τόσο μικρές και ταπεινές. Οι ευχές σου. Άλλωστε, ήταν ακόμη πολύ νωρίς και δεν είχε χρησιμοποιήσει παρά μόνο την πρώτη…

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: