Ένα περίαπτο για τον Βαν Γκογκ

Ένα περίαπτο για τον Βαν Γκογκ



Μέσα στην ανυπέρβλητη του ηλίου του βαρύτητα
μες στα σγουρά βουνά και των καμβάδων τα πυρπολημένα σύγκλαδα
έστηνε δόκανο συχνά στην ομορφιά
μ’ αντίτιμο πότε ένα αυτί
πότε τα λογικά του
κι άλλοτε μέχρι και δαγκώνοντας το χώμα
ενόσω οι μοναχά
στα μάτια τους πιστεύοντες
καχύποπτοι με της φωτιάς του τον καπνό τον προσπερνούσαν
προς τα χαμαιτυπεία καθ΄οδόν να μηρυκάσουνε
του κόσμου το τριμμένο αμπέχονο
ή αν ήτανε παιδιά του ρίχναν πέτρες
σαν του χωριού τον παλαβό, μα αυτός ένα «οὐ γὰρ οἴδασι» ψελλίζοντας
κατέφευγε στων καβαλέτων το προσευχητάρι
για να ξεσπάσει το άχτι του στα ηλιοτρόπια
ζητώντας πάντοτε μ’ άπεφθο θαλασσί
τις βάτους του πυριφλεγείς και το Θεό σιμά του

Ύστερα τον βρίσκαν να γυμνάζει τη φωνή του
παλεύοντας με αντί για φθόγγους χρώματα
εκείνα τα αδιανόητα μελτέμια στην καρδιά
να ποιμενίσει που οι άνθρωποι για να συνεννοούνται
τα λένε όνειρα ή εφιάλτες ως αξίωμα
εωσότου οι τριγύρω αγεωμέτρητοι
για λίγο να κωφεύσουν στου θανάτου τα μυδράλια
βλέποντας να τους γυρνάει το ανεξήγητό τους μίσος τοκισμένο
χρυσάφι αλιευμένο από του άρρητου τις μοναξιές
καθώς εντός του της επιληψίας το χτικιό
έκανε Βατερλό το νευρικό του
– οι πίνακές του σ’ ένα αλσύλλιο πουλιά
που τα νεκρά του φύλλα η αγάπη μοναχά
ν’ αναβλασταίνει γνώριζε
δουλεύοντας υπέρωρα –

Τώρα ίσως και να γελάει μέσα του ενθυμούμενος
κείνους τους μεγαλύτερους που τού’ λεγαν παιδί
κουνώντας ζωηρά τα δάχτυλά τους
πως δεν μπορείς ποτέ
να ψαύσεις το αψηλάφητο
ή ν’ ατενίζει γονατιστός στη φεγγαράδα
σε κάποια από τις βόλτες του στο προαύλιο Σεν-Ρεμί
το αργυρό σελίνι της Σελήνης και τον γύρω θόλο απορημένος
που, μ’ όλα τα περίαπτα που του χάρισε,
εκείνος πάντα σκοτεινός δείχνει να θάλλει
κι ασυγκίνητος.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: