Πέντε ποιήματα για το τέλος του στο Μεσολόγγι
Αγαπητοί μου / χρυσός ο αιώνας δε λέω / αλλά είδατε ποτέ το πρόσωπό σας / στον καθρέφτη;
Πάντα γυρίζουν πίσω τα νερά. / Χύνονται αφροί χτυπώντας / το γκρι και το λευκό της άμμου, της προβλήτας.
Σπασμένα είδωλα πηγαινοέρχονται / Με κουράζουν με τις απαγγελίες πόνου / Θέλω να φύγω / Όμως στρατός φυλάει τα σύνορα κάτω
Στο λιγοστό φως που μπαίνει από το μικρό άνοιγμα της κουρτίνας βλέπει το σώμα του. Τον κοιτάζει. Μένει ασάλευτη.
Η ιδέα αυτή, ή καλύτερα η αίσθηση ζεστασιάς που δημιούργησε η ιδέα αυτή μέσα μου, υπήρξε όλο αυτό το διάστημα ένα είδος καταφυγίου
Έφεραν μια μεσόκοπη γυναίκα και ο υπεύθυνος άφησε στα τρεμάμενα χέρια της ένα κασελάκι. «Του πατέρα σου», της είπε, «τα οστά»
Ότι δεν ξέρω που πάει ο χρόνος μου και τι κάνω μαζί του. Δεν ξέρω γιατί τελειώνει η μια μέρα και πότε ξεκινάει η επόμενη.
Σκιές, πάλι οι σκιές, προϋποθέτεις σε αυτές τις θάλασσες αυτές τις σκιές. Αδύνατο να τις δεις αλλιώς. ( Για τον ΜΙΜΗ ΣΟΥΛΙΩΤΗ )
Θηλιά τραχιά οι διαβάτες / με τις όξινες φωνές / τα αυτοκίνητα με τα φιμέ τζάμια / μια παρηγοριά.
Και βρέθηκε αυτός ο απρόβλεπτος, ο μελωδικός «ιός» που έμελλε ν’ αλλάξει διά παντός το μουσικό τοπίο και τα αισθήματα των ανθρώπων
Η ξανθιά αεροσυνοδός περνάει απ’ τον διάδρομο και του κάνει νόημα να σηκώσει το κάθισμα. Η προσγείωση ξεκινάει. Έξω μόνο σκοτάδι