Ένα σιωπηλό τοπίο υποκαθιστούσε τον άλλοτε πολύβουο δρόμο, ο οποίος μες στην ερημιά έλαμπε
Εγώ σκεφτόμουν / τον ορίζοντα / και πως κυνηγάω / κάθε μέρα το ανέφικτο / αλλά κάτι για μια χημική / αλληλουχία σου ψιθύρισα
Πόση ώρα ν' αντέξουμε πίσω από ένα γυμνό παράθυρο;
Δεν σε έχω βγάλει ακόμα από τη ζωή μου γιατί δεν μου έχεις επιστρέψει το βιβλίο που σου δάνεισα και το θέλω πίσω
Πυροτεχνήματα και αόρατος καπνός σε τυλίγουν
Tο γνώριζα καλά αυτό το ύφος. Για χρόνια το αγνοούσα. Ένα πρωί με κοίταξα στον καθρέφτη. Με κοίταξα στ’ αλήθεια.
Οι Θεοί και οι τύραννοι, / δεν κάθονται σε θρόνους, / έχουν δουλειά να κάνουν
Ξαφνιάζομαι απ’ τις λέξεις που βγαίνουν απ’ τα υφάσματα / και ξέχασα εντελώς τα χείλη που γελούν
Αποφασίζεις να μπεις στα ζωγραφιστά λουλούδια που έχεις πάνω από το κρεβάτι σου και μερικές φορές έρχονται οι μέλισσες ...
Είσαι ποιητής, του απάντησε, / γιατί δεν θέλεις τίποτα να δεις / και όλα προτιμάς να τα μαδάς / και να τ’ αλλάζεις.
μέσα σου / λείπει ένα μεσημέρι που σ΄ εξαγόρασε / λείπει ένα δειλινό που σ΄ εγκατέλειψε / λείπει ένα βράδυ που σε αρνήθηκε
Ο Νίκος Εγγονόπουλος / ήθελε σε κατάλληλο καιρό γι' αυτόν να γράψει / το πιο ωραίο του τραγούδι