Εκείνες τις στιγμές φοβήθηκα τον ίδιο μου τον εαυτό, αυτή την άγνωστη μέσα μου που φοβόμουν ότι μπορεί και να ήμουν
Μην το τρομάξουμε τώρα που με τα χέρια του μιλά, τώρα που πέρα απ’ τη σιωπή επιστρέφει και ζωγραφίζει τ’ άφατο πρόσωπό του
Οι Θεοί και οι τύραννοι, / δεν κάθονται σε θρόνους, / έχουν δουλειά να κάνουν
Tο γνώριζα καλά αυτό το ύφος. Για χρόνια το αγνοούσα. Ένα πρωί με κοίταξα στον καθρέφτη. Με κοίταξα στ’ αλήθεια.
Πυροτεχνήματα και αόρατος καπνός σε τυλίγουν
Δεν σε έχω βγάλει ακόμα από τη ζωή μου γιατί δεν μου έχεις επιστρέψει το βιβλίο που σου δάνεισα και το θέλω πίσω
Πόση ώρα ν' αντέξουμε πίσω από ένα γυμνό παράθυρο;
Ένα σιωπηλό τοπίο υποκαθιστούσε τον άλλοτε πολύβουο δρόμο, ο οποίος μες στην ερημιά έλαμπε
Δε μετανιώνω ενυπάρχω σε άπειρα κοσμικά δώματα / ποιός ξέρει ίσως η στάχτη μου άνθη του κάμπου / θα ραγίσουν πλακόστρωτα
Πριν το χελάνδιο να προσεγγίσει στην αποβάθρα, στην απέναντι ακτή του κόλπου φάνηκε ένα μεγάλο στρατόπεδο αντίκρυ από τα τείχη
Η Ιστορία του μέλλοντος / θ’ αφηγηθεί / στα ρυτιδωμένα νεογνά της / με μια παρ’ ολίγον / ανομολόγητη ευχή:
Είσαι ποιητής, του απάντησε, / γιατί δεν θέλεις τίποτα να δεις / και όλα προτιμάς να τα μαδάς / και να τ’ αλλάζεις.