Τα υφάσματά μου σκισμένα και χαλαρά / Το σώμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι
Αν θα λειώσουν οι πάγοι, αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση, τι θα γίνει αλήθεια ό,τι έχουμε τόσο αγαπήσει; Τι θα γίνουν οι μύθοι;
Την είδα να κρατά το ποδήλατό μου. Φορούσε το μακρύ πράσινο φουστάνι, τα μαλλιά της κομμένα κοντά. Μου φάνηκε ξεκούραστη...
Άκουσα κάτι σα βοή. Κοίταξα τη βιτρίνα. Σκιάχτηκα απ τη σκιά. Ανάμεσα στην καραμπίνα και τους σάκους πρόλαβα τη ριπή απ' το βλέμμα
Ακούστηκαν οι κραυγές τρόμου από πολλές κότες ταυτόχρονα κι ένιωθε πως όλες μαζί με προτεταμένα τα ράμφη τους ορμούσαν πάνω του
Κάτι ήθελα να σου πω / αλλά, το ξέχασα!
Είμαι η γη κι ο ουρανός το αδιαίρετο Όλο / Είμαι η επινόηση του έρωτα το όνειρο της Σελήνης
Όπου με ένα ρουζ ή ένα κραγιόν —δηλαδή ομιλώντας απλώς— προσπαθείς όχι να φτιάξεις, αλλά να ξαναφτιάξεις ένα όνομα
Έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε το σακάκι. Η κηλίδα έμοιαζε κάπως με πουλί. Έβλεπε τα πόδια, το ράμφος, τη ράχη, το κεφάλι, τα φτερά
Εντέλει, έγινες αφήγημα. Υπέροχη βαφή. Πρέζα παχύρρευστου πρωινού. Τρύπα της βελόνης όπου πέρασε η κάμηλος
Ποιος κυνηγάει το φως σ᾿ αυτόν τον κόσμο;
Άγγιξε το δέρμα με το δάχτυλο της, σαν να πιέζει ένα μπαλόνι, αλλά αμέσως το άφησε από φόβο έκρηξης