Στο τελευταίο μάθημα ανταλλάξαμε ευχές και χαμόγελα. Η Λεϊλά ούτε τότε δεν έβγαλε τη μάσκα. Χαμογέλασαν μόνο τα μάτια της
Την παρακολούθησα καθώς μάζευε ένα ένα τα μαχαιροπήρουνα, τραβώντας τα, όταν χρειαζόταν, από τα χέρια των ανθρώπων
Ήταν τόσο δυσδιάκριτη που αδυνατούσε να δει / Της συνείδησης της τα σημάδια / Αισθάνεται ένα άγγιγμα δισταγμού
Γύριζα το κεφάλι μου πίσω στην καρότσα και κοίταζα το φέρετρο, φοβόμουνα μήπως λασκάρουν τα σχοινιά και πάθουμε καμιά ζημιά
Και ο μεγάλος ποταμός τίποτα δε θα σώσει. Ούτε το τελευταίο βλέμμα σου λίγο πριν το τέλος. Μόνο τη δυτική απαρασάλευτη πορεία του
Το παιδί καταλαβαίνει πως το κοιτάζει ο πατέρας του από απέναντι, σηκώνεται με την πορτοκαλάδα στο χέρι κι απομακρύνεται...
Ματαιώνονταν οι πτήσεις. Το φωτιστικό στο καθιστικό έγερνε παράταιρα. Το λάπτοπ άρχισε να απολεπίζεται σαν ψάρι σε αποσύνθεση
Δεν έχω επαφή με τον έξω κόσμο. Όχι ότι παλιότερα είχα. Τώρα καταλαβαίνω ότι σε κανέναν δεν έχω λείψει ούτε μου έχει λείψει κανείς
«Φοβάμαι μην βγει από το σπίτι ο πατέρας σου», λέει. «Μην πάει και γίνει ενδημική η αρρώστια.Έναν πραγματικό παράδεισο τού έφτιαξα
Φοβάμαι, μου είπες, άναψε το φως· ρώτησα: παιδάκι είσαι; όχι πια, μου είπες· και τι είσαι; ρώτησα ξανά: απάντησες ενήλικο σκοτάδι
Θα ΄ρθει μια μέρα που θα πούνε όλοι «πέρασε!» αλλά μπορεί και να μην ξέρουν πια σε τι αναφέρονται
Μας παίρνει και τα τέσσερα, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της και μας κατεβάζει, τέσσερις ώρες δρόμο, στην πόλη...