Και ο μεγάλος ποταμός τίποτα δε θα σώσει. Ούτε το τελευταίο βλέμμα σου λίγο πριν το τέλος. Μόνο τη δυτική απαρασάλευτη πορεία του
Γύριζα το κεφάλι μου πίσω στην καρότσα και κοίταζα το φέρετρο, φοβόμουνα μήπως λασκάρουν τα σχοινιά και πάθουμε καμιά ζημιά
Ήταν τόσο δυσδιάκριτη που αδυνατούσε να δει / Της συνείδησης της τα σημάδια / Αισθάνεται ένα άγγιγμα δισταγμού
Στο τελευταίο μάθημα ανταλλάξαμε ευχές και χαμόγελα. Η Λεϊλά ούτε τότε δεν έβγαλε τη μάσκα. Χαμογέλασαν μόνο τα μάτια της
Η γλώσσα της σκαρφάλωνε από φωνήεν σε φωνήεν, γλιστρούσε υγρή πάνω τους και τα ακουμπούσε προσεκτικά στα στεγνά της χείλια
Μικρές, ενωτικές θηλιές δεν μου φέρνουν το έξω σκοτάδι, αυτό που κάποτε κρατούσα αγκαλιά με τα δυο μου μάτια.
Τα ασάλευτα / αυτιά των αλόγων / των γατών την / ξαφνική ακινησία είδα μεμιάς το βέβηλο ίχνος του προγόνου
Από την πρώτη κιόλας μέρα της επιβολής της ποινής, την κοιτούσαν με βλέμμα αγριεμένο, ίδιο με του ζώου που είχε πιαστεί σε παγίδα
Πριν δεθεί στο μεσαίο κατάρτι / έσταξε στ' αυτιά μελισσοκέρι / να μην ακούει τους οργασμούς της Κίρκης
Ματαιώνονταν οι πτήσεις. Το φωτιστικό στο καθιστικό έγερνε παράταιρα. Το λάπτοπ άρχισε να απολεπίζεται σαν ψάρι σε αποσύνθεση
Την παρακολούθησα καθώς μάζευε ένα ένα τα μαχαιροπήρουνα, τραβώντας τα, όταν χρειαζόταν, από τα χέρια των ανθρώπων
Μένει μιαν ένταση απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη [...] Σα ν’ ακούς τη Σκάλα να πάλλεται δοσμένη στους πρώτους σου «Σικελικούς Εσπερινούς»