Βάζω το αριστερό αυγό μέσα στο στόμα μου κι αρχίζω να το πιπιλάω. Δαγκώνω πολλές φορές (με την ησυχία μου μέχρι να το χορτάσω)
Οι σκέψεις βολίδα στο μυαλό του, πιο γρήγορες από το αμάξι. Τι θα γίνει, πώς θα βγει το παιδί, πού γιατρός;
Αιωρούμαι στο διάστημα με το αεροστεγές μου σώμα κι ανοίγω τρύπες πάνω στο μαύρο του σύμπαντος
Απομονώνω το βάθος του πυρήνα / όλα τα γύρω / γκρίζα και αιχμηρά / λειαίνονται, υπό το πρίσμα σου
Θα περίμενε κανείς η θέα ενός γυμνού κεφαλιού να μου προκαλέσει αποστροφή ή έστω να μην τρέφει αυτήν τη μακάρια ασυναισθησία...
Όλοι φάγανε τον χυλό, εκτός από εμένα. / Την επόμενη μέρα όλοι στο χωριό με φώναζαν: «Τυχερή».
Εκείνο το απόγευμα, φεύγοντας απ’ τη δουλειά, αφέθηκα σε μια ανεξήγητη παρόρμηση και την ακολούθησα
Αν κάποιος πρέπει να μας ψέξει / είναι τα παραμελημένα μας μισά / που αναγκάζονται να διάγουν μονοδιάστατα
Κατ’ αρχάς θα με ρωτήσει πώς είμαι, αν με πονούν πολύ τα κόκαλά μου. Θα της απαντήσω πως όλα αυτά τώρα είναι περασμένα...
Και ο καφές κρύωσε κάτω από την κληματαριά. Όταν πια πλησίαζε μεσημέρι, σαν τρελή η Δέσποινα όρμησε στο καφενείο
Μόνος, σαν τρυφερό κλωνάρι απέναντι στην αφεγγιά, με μια γεύση αθανασίας κολλημένη στη γλώσσα,
Ήρθα εδώ για να νιώσω το ρίγος του μύστη / στον τόπο που είναι το σύνορο / της ζωής και του Άδη