Σκόνη έμπαινε ακόμα στα ρουθούνια του, ενώ το σκοτάδι και η βοή της κατολίσθησης τον είχαν παραλύσει
Πότε ακριβώς η μαμά μου άρχισε να με φωνάζει «βόδι» δεν ξέρω να πω
«Και τι κοιτάζετε και αποθαυμάζετε και δεν καταλάβετε πως είναι ο Δράκος του Νερού που μας πιάνει το νερόν και έχομεν ανομβρία;»
Είχε απλώσει τα χέρια μπροστά σαν να επρόκειτο να εκτοξευτεί στο κενό ή τελευταία προσπάθεια να έρθει σ’ επαφή με το αμετάκλητο
Αύριο πάλι θα περιμένεις τα γατιά να γυρίσουν τα λουλούδια να ανθίσουν μα η πληγή θυμήσου θα μένει μπλε ανοιχτή...
με ευφυολογήματα [...] αλλοίωσες την λογική αντίσταση κάθε λόγου νεαρού / καθυπέταξες λόγω τε και έργω/την αιδώ/διδάσκαλος ων
Με την βιάση που δίνει η λαχτάρα για πτήσεις, ξεκόλλησε από την λαβή του στέρνου τα ημικύκλια της κλείδας...
Τα πέλματα παραμένουν παράλληλα με τα χέρια τεντωμένα σε πλήρη ανάταση ενώ οι παλάμες είναι παράλληλες μεταξύ τους
Με βάζουν στην πρώτη πτήση μαζί με τη βαλίτσα μου κι ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι το ύποπτο μπορεί να κρύβει μια άδεια αποσκευή
Στο τέλος το ξεκλειδώνει το δέντρο στο τζάμι / που το χάκαρε σ’ αποστήθισης θρόισμα / πριν το γράψω
Έβγαζες απ’ το στόμα σου γαρμπίλι / σύμφωνα πατρογονικά /και τα περνούσες περιδέραιο /στην αστική μας γλώσσα
Υπερχείλιση πλημμύρας εκεί όπου ο εγωισμός του ανέβαινε καβάλα / στα ταξίδια των αρματωμένων ποιητών / του σύμπαντος κόσμου