Πριν δεθεί στο μεσαίο κατάρτι / έσταξε στ' αυτιά μελισσοκέρι / να μην ακούει τους οργασμούς της Κίρκης
Ματαιώνονταν οι πτήσεις. Το φωτιστικό στο καθιστικό έγερνε παράταιρα. Το λάπτοπ άρχισε να απολεπίζεται σαν ψάρι σε αποσύνθεση
Την παρακολούθησα καθώς μάζευε ένα ένα τα μαχαιροπήρουνα, τραβώντας τα, όταν χρειαζόταν, από τα χέρια των ανθρώπων
Μένει μιαν ένταση απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη [...] Σα ν’ ακούς τη Σκάλα να πάλλεται δοσμένη στους πρώτους σου «Σικελικούς Εσπερινούς»
Στο σπίτι κάνει πρόβες. Με καθημερινή εξάσκηση είναι σίγουρη ότι σε τρεις μήνες από τώρα θα καταφέρει να κελαηδάει.
Αυτή η εξαίσια ως το κόκκαλο πλάτη. Μαλλιά που άμα αφήνονταν, θα χιμούσαν σαν πάνθηρες στο παρόν μου...
Παραληρούσαν περιστέρια, πευκοβελόνες μύριζαν γκρεμό, έκοψα τότε τον μίτο σε ακούμπησα νεκρό στο όστρακο της μνήμης
Μας παίρνει και τα τέσσερα, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της και μας κατεβάζει, τέσσερις ώρες δρόμο, στην πόλη...
Θα ΄ρθει μια μέρα που θα πούνε όλοι «πέρασε!» αλλά μπορεί και να μην ξέρουν πια σε τι αναφέρονται
Φοβάμαι, μου είπες, άναψε το φως· ρώτησα: παιδάκι είσαι; όχι πια, μου είπες· και τι είσαι; ρώτησα ξανά: απάντησες ενήλικο σκοτάδι
«Φοβάμαι μην βγει από το σπίτι ο πατέρας σου», λέει. «Μην πάει και γίνει ενδημική η αρρώστια.Έναν πραγματικό παράδεισο τού έφτιαξα
Δεν έχω επαφή με τον έξω κόσμο. Όχι ότι παλιότερα είχα. Τώρα καταλαβαίνω ότι σε κανέναν δεν έχω λείψει ούτε μου έχει λείψει κανείς