Μέσα σε λίγες βδομάδες ήμαστε ενήμεροι για τον πληροφοριοδότη σας, τον παλιό σας φίλο που διατηρούσατε μονόδρομη αλληλογραφία
Ήταν ανέκαθεν Μονογενής και Πρωτόγονος. Τα δίπλωσε όλα τότε πηχτή ομίχλη, έτσι που είναι αδύνατον να πει κανείς τι έγινε μετά
Στο κεντρικότερο σημείο του κέντρου της πόλης ψάχνεις την έξοδο κινδύνου, χωρίς να κοιτάς πως εινʼ ακόμη ανοιχτό ένα θερινό σινεμά
Mου γύρισε την πλάτη σαν να μην υπήρχα με ξέχασε στη στιγμή. Στον καθρέφτη γύρισε βρίζοντας τον εαυτό της που έκανε μόνο ένα παιδί
Βγαίνεις στο γύρω με ανοιχτά τα μέσα μάτια. Δίχτυ γίνεσαι, να τσακώσεις το πανάκριβο, που μόνο εσένα προορίζεται να συναντήσει...
Στην καλύτερη περίπτωση του έλεγαν απλά: «Eεε, στα λέει καλά ο θεός;» ή «Πώς είσαι έτσι ρε, μού θες να πας και στον παράδεισο»
να μου μιλάνε, την οθόνη να κοιτώ / και να διαβάζω δίχως φόβο για το βράδυ / όπου δεν βλέπω – άρα ούτε ακούω Χριστό.
Ο δυνατός ξύλινος ήχος με τραβούσε πρωί πρωί έξω απ’ τον ύπνο και μαζί η γυναικεία φωνή: «ήρθε το λελέκι! Απ'την Αφρική»
Του φαινόταν τώρα πως φύλλα από κάποιο άγνωστο δέντρο έπεφταν τριγύρω κάθε φορά που έλεγε το όνομά της...
«Λάθος; Τι λάθος; Ο υπουργός προχθές υπέγραψε τα μισθωτήρια και τον άλλο μήνα ξεκινά τις εργασίες...»
Τριγύρω, ανάμεσα απ’ τους κίονες, / προβάλλουν οι προσκυνητές : / αμπέλια, πεύκα, κυπαρίσσια, ευκάλυπτοι / αθάνατα και ροδοδάφνες
Τα ποιήματα είναι οι οδηγοί μας / οι φανοστάτες του ουράνιου θόλου / οι σημαδούρες της μαύρης θάλασσας που μας σκεπάζει