Πέτρινο αίμα – σιντριβάνι ζεστό∙άσπρο πουκάμισο το χώμα και κρυώνει∙πεταλούδα που δαγκώνει τον καιρό
Ξαφνικά διαφέραμε στον καθρέφτη. Στην ίριδα των ματιών μου έτρεχαν ελάφια. Στο άλλο ζευγάρι μάτια κολυμπούσαν δελφίνια
Ιουλιέτα για μία σταγόνα μελιού / σου χαρίζω την αθάνατη κυψέλη.
Ο χώρος είναι έτσι κι αλλιώς λίγος – δεν επαρκεί / τις αποκρούω / έχω λεγεώνες εξασκημένες μες στο χρόνο γι' αυτό
Βάζω το αριστερό αυγό μέσα στο στόμα μου κι αρχίζω να το πιπιλάω. Δαγκώνω πολλές φορές (με την ησυχία μου μέχρι να το χορτάσω)
Οι σκέψεις βολίδα στο μυαλό του, πιο γρήγορες από το αμάξι. Τι θα γίνει, πώς θα βγει το παιδί, πού γιατρός;
Αιωρούμαι στο διάστημα με το αεροστεγές μου σώμα κι ανοίγω τρύπες πάνω στο μαύρο του σύμπαντος
Απομονώνω το βάθος του πυρήνα / όλα τα γύρω / γκρίζα και αιχμηρά / λειαίνονται, υπό το πρίσμα σου
Θα περίμενε κανείς η θέα ενός γυμνού κεφαλιού να μου προκαλέσει αποστροφή ή έστω να μην τρέφει αυτήν τη μακάρια ασυναισθησία...
Όλοι φάγανε τον χυλό, εκτός από εμένα. / Την επόμενη μέρα όλοι στο χωριό με φώναζαν: «Τυχερή».
Εκείνο το απόγευμα, φεύγοντας απ’ τη δουλειά, αφέθηκα σε μια ανεξήγητη παρόρμηση και την ακολούθησα
Αν κάποιος πρέπει να μας ψέξει / είναι τα παραμελημένα μας μισά / που αναγκάζονται να διάγουν μονοδιάστατα