Το ασθενοφόρο συνέχισε να στριγγλίζει ο κόσμος άρχισε να υποχωρεί και εκείνος ήπιε ακόμη μια γουλιά από το στυφό ποτό του ποτηριού
Ένα πακέτο την ημέρα το ήθελε όπως και να 'χε. Τα φύλαγε μες από το πουκάμισό του, το ξεκούμπωνε, τα ακουμπούσε στο ύψος της ζώνης
Κάθε νύχτα έβλεπα τη σκιά του να σαλεύει στους τοίχους, κουλουριαζόμουνα και στριμωχνόμουνα στον τοίχο θέλοντας να εξαφανιστώ
Με έκπληξη τον είδα να βγάζει από τον σάκο του δυο χοιρινές μπριζόλες, να τις ανοίγει και να τις τοποθετεί στον φούρνο
αργά αποκαλύπτεται / τη μαύρη μπέρτα του ανεμίζοντας / προβάλλει το κεφάλι του και μας κοιτάζει / επίμονα στα μάτια
Στην άκρη του γκρεμού ένας βασιλιάς τράγος κομματιάζει την κοιλάδα με τα φοβερά του κέρατα. Η ανάσα του βγαίνει απ΄το στόμα σου
Αποφασίζω κι εγώ να σχίσω τον ανεπίδοτο φάκελο, να εισέλθω ακόμη ενδότερα στα περιεχόμενα της κούτας, στο επίκεντρο του τραύματος
Ο γιατρός επανέρχεται με ένα σταντ από το οποίο κρέμεται ένας ορός. Μόλις τον βλέπει ο γέρος επιμένει: Δεν θέλω βελόνες, το είπα
Σε ανέμενα ματαίαν την ελπίδαν / και την ψυχήν ερειπωμένην. / Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με την ιδέα / ότι είχες διά παντός χαθεί
Με τη γλώσσα σου φώσφορη ακόμα / του μαρμάρου να φέγγει το ημίφως / μάνα-κλώσα και πάλι μας μαύλισες / στου ολίγου φωτός τη φωλιά
Το πρόσωπο του φίλου του φωτίζεται από τις εκρήξεις των χρωμάτων. Εισπνέει βαθιά να μυρίσει την γενναιόδωρη ποικιλία των αρωμάτων
Μα πόσους αιώνες ήταν εκεί; Άρχισε ν’ αδημονεί στ’ αλήθεια. Ο κόσμος κυριολεκτικά δεν τη χωρούσε