Σε ανέμενα ματαίαν την ελπίδαν / και την ψυχήν ερειπωμένην. / Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με την ιδέα / ότι είχες διά παντός χαθεί
Με τη γλώσσα σου φώσφορη ακόμα / του μαρμάρου να φέγγει το ημίφως / μάνα-κλώσα και πάλι μας μαύλισες / στου ολίγου φωτός τη φωλιά
Το πρόσωπο του φίλου του φωτίζεται από τις εκρήξεις των χρωμάτων. Εισπνέει βαθιά να μυρίσει την γενναιόδωρη ποικιλία των αρωμάτων
Μα πόσους αιώνες ήταν εκεί; Άρχισε ν’ αδημονεί στ’ αλήθεια. Ο κόσμος κυριολεκτικά δεν τη χωρούσε
... Eπιστρέφω / ευθυτενής / σχεδόν πετώντας / στιβαρός / στην υπόγεια κατοικία μου / τη φονική μου αιωνιότητα να αναπαύσω
Όσα μας απαγορεύει να πούμε η στενότητα / που μας σφίγγει στη μέση / επειδή κάποτε γεννηθήκαμε
Δεν θυμάμαι πια από που εισβάλουν / Οι εικόνες στη φράση μου / Ξέρω απλά πως δεν υπάρχω / Παρά μες σ’ ένα κυδώνι
Kάνε μου μία αγκαλίτσα είμαι και ορφανός». Κι εκείνη απαντά ηθελημένα απότομα, αλλά γεμάτη τρυφερότητα: Γιατί εγώ είμαι αμφιθαλής;
Αποσπάσματα από ευρύτερη σύνθεση
Αποφάγια, αποκαΐδια μιας φωτιάς. Αναζητώ τη μυρωδιά της, όπως ξαπλώνω το πρόσωπό μου στο παγωμένο πλακόστρωτο
Στα εγκαίνια παραβρέθηκε πλήθος κόσμου. Ένα από τα έργα, το «Δίπτυχο του ύδατος», κοσμεί το γυναικολογικό ιατρείο του Λ.Π.
Ο ήχος που απλωνόταν εντοπίστηκε σε ένα σημείο. Το βουητό ενός και μόνο εντόμου ακουγόταν πλέον σαν μικροσκοπική σειρήνα