Αιχμή που χάνεται η σαγήνη ευθυγραμμίζεται μ’ έναν καλπασμό και μια ελαφρότητα
Κι ύστερα είναι & κάποια θηλυκά που μάζεψαν στο πλύσιμο της θλιβερής ζωής τους. Κι έπειτα είναι κάποια ουδέτερα που ανοίγονται
Έφτασε στα μισά, εκεί όπου στεκόμουν εγώ κι άνοιξε το στόμα της. Μια έξαρση του μυαλού. Έτρεμα τι θα πει κι έτρεμα τι θα απαντούσα
Στο όνειρο αυτό, όχι, δεν είσαι θάλασσα. (Στέκονται κι άλλοι στην ουρά ακόμα και στα όνειρα). Είσαι πολύβουη πολιτεία
Βιαζόμαστε στο δρόμο για το θάνατο με τις βάρκες να περάσουμε τη θάλασσα. Αλλά όταν φτάσουμε μας στοιβάζουν πίσω από τα σύρματα...
Φύγαμε με το κοστούμι που αγαπήσαμε, με μια κορνίζα, ψημένο καφέ και σταφίδα
Άδειασε κι ο πιο σκληρός δίσκος. Μα όσα χάθηκαν τα είχαν φυλάξει, oι φίλοι, το backup του εαυτού μας
Σε τι μπορεί να εξυπηρετούσε αυτή η επιπλοκή του ονείρου; Σεισμός. Εκείνη τη στιγμή εννόησα ότισυντελείται ένας χαρούμενος σεισμός
Έξω απ' τις τέντες, δύο θεατρίνες μάλωναν ποια θα πρωτοπάρει νερό από την κρήνη που έσταζε κόμπο-κόμπο
Ξέρω σε ποιο σημείο του υπογείου/φυλάξαμε το κουτάκι με τις ενέσεις/τις μικρές βελόνες/τις πεσμένες κόκκινες γόβες/το πάπλωμα
Πείτε το πενία, πείτε το πλεονεξία, σημασία έχει ότι, ανεξαιρέτως κινήτρου, το αρκαδικό δαιμόνιο έκανε πάλι το θαύμα του
Από τότε άρχισα να βλέπω παράξενα όνειρα. / Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς, / αφού ανελέητα πετώ επάνω μου τη θάλασσα