Με έκπληξη τον είδα να βγάζει από τον σάκο του δυο χοιρινές μπριζόλες, να τις ανοίγει και να τις τοποθετεί στον φούρνο
αργά αποκαλύπτεται / τη μαύρη μπέρτα του ανεμίζοντας / προβάλλει το κεφάλι του και μας κοιτάζει / επίμονα στα μάτια
Στην άκρη του γκρεμού ένας βασιλιάς τράγος κομματιάζει την κοιλάδα με τα φοβερά του κέρατα. Η ανάσα του βγαίνει απ΄το στόμα σου
Αποφασίζω κι εγώ να σχίσω τον ανεπίδοτο φάκελο, να εισέλθω ακόμη ενδότερα στα περιεχόμενα της κούτας, στο επίκεντρο του τραύματος
Ο γιατρός επανέρχεται με ένα σταντ από το οποίο κρέμεται ένας ορός. Μόλις τον βλέπει ο γέρος επιμένει: Δεν θέλω βελόνες, το είπα
Σε ανέμενα ματαίαν την ελπίδαν / και την ψυχήν ερειπωμένην. / Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με την ιδέα / ότι είχες διά παντός χαθεί
Με τη γλώσσα σου φώσφορη ακόμα / του μαρμάρου να φέγγει το ημίφως / μάνα-κλώσα και πάλι μας μαύλισες / στου ολίγου φωτός τη φωλιά
Το πρόσωπο του φίλου του φωτίζεται από τις εκρήξεις των χρωμάτων. Εισπνέει βαθιά να μυρίσει την γενναιόδωρη ποικιλία των αρωμάτων
Μα πόσους αιώνες ήταν εκεί; Άρχισε ν’ αδημονεί στ’ αλήθεια. Ο κόσμος κυριολεκτικά δεν τη χωρούσε
... Eπιστρέφω / ευθυτενής / σχεδόν πετώντας / στιβαρός / στην υπόγεια κατοικία μου / τη φονική μου αιωνιότητα να αναπαύσω
Όσα μας απαγορεύει να πούμε η στενότητα / που μας σφίγγει στη μέση / επειδή κάποτε γεννηθήκαμε
Δεν θυμάμαι πια από που εισβάλουν / Οι εικόνες στη φράση μου / Ξέρω απλά πως δεν υπάρχω / Παρά μες σ’ ένα κυδώνι