Πάντα σε ξάφνιαζε η βραχνή ερώτηση / και για να μην προδοθείς / βιαζόσουν να προφέρεις χαμηλόφωνα / τ’ όνομα του πατέρα
Κορίτσια που ’χουν μαγικό στα πόδια τους σκονάκι / πώς τόλμησες και πίστεψες, άθλιε, πως αγαπάνε;
Το απόγευμα η μητέρα είχε καλεσμένη τη διάσημη chanteuse που είχε μόλις φτάσει μαζί με τον γερμανό διοικητή που τη φιλοξενούσε
Η ώρα πέρασε. Σηκώνεται. Μαζεύει τη ζακέτα της από τους ισχνούς της ώμους και τη σφίγγει επάνω της
Όταν του μιλούσες δυνάμωνε τον ήχο της τηλεόρασης. Έφτιαχνε όμως δαχτυλίδια με τον καπνό άσπρα, θαμπά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο
Να πάρεις φωτιά θέλω / και τον πιο δύσβατο να πάρεις / δρόμο / αυτόν που πάει μέσα σου / για να ’ρθεις να με βρεις
Όταν το κέλυφος διαρρηγνύεται, η σάρκα απλώνει, κίτρινος ήλιος επιδαπέδιος
Το να περπατάς πάνω στο νερό / ή το να είσαι ο ίδιος το νερό / ο ποταμός / ο Αιών – εστί το θαύμα;
Δεν τον κοιτά, λες κι έχουν ήδη / αποχαιρετιστεί. / Στον τοίχο από αύριο θα προστρέχει / για να νιώσει το αίμα της να καίει.
Μ’ αυτό το καλαμπούρι κόπηκε η βραδιά στα δυο: πριν και μετά. Το «μετά» συζητήθηκε πολύ τις μέρες που ακολούθησαν
Ένας νεκρός στα πόδια τους έχει το πρόσωπο του αστυνόμου κι ο ουρανός: το ιερό χρώμα της μπλούζας του
Στο όνειρο αυτό, όχι, δεν είσαι θάλασσα. (Στέκονται κι άλλοι στην ουρά ακόμα και στα όνειρα). Είσαι πολύβουη πολιτεία