Σήκωσες το κεφάλι, κοίταξες, με φίλησες στο μέτωπο και είπες: «ο Ρόθκο μου θυμίζει τη σχέση μας».
Για κάποιες [πεταλούδες] το ταξίδι τελειώνει μ' έναν κίτρινο λεκέ ανάμεσα στο τοπίο που αλλάζει και το γεμάτο πρόσφυγες λεωφορείο
Μνήμη. Όπως λέμε μνήμα. Μόνο που εκείνη ξαναζωντανεύει.
Αν με εντυπωσίασε κάτι στην εξιστόρησή του, είναι η κομψή πιρουέτα της αρχής με την οποία ξορκίζει το φάντασμα της αληθοφάνειας
«Μονόλιθος Αναστάσιμος». Αφέθηκε στη θέασή του. Ένιωσε κάτι φαντασμαγορικό, μιαν έκσταση, κάτι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας
Μοναξιά και μια κάποια αλλοτρίωση ή βαθιά, βαθιά συναίσθηση του εγώ; Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει
Ξέρω πως για να μην χαθεί μες στον ατέλειωτο λαβύρινθο του χρόνου, αφήνει για σημάδια της τα δάκρυα που τρέχουν απ’ τα μάτια της
Σέρνει τα πόδια της η ολόμαυρη γάτα (βρεγμένη γάτα, που λέμε) για να πάει κάπου να κρυφτεί
Κρυώνει η πλάτη στον ανοιξιάτικο αέρα / φταίει το παράθυρο ή μήπως η μουσική;
Τρία ποιήματα και εικόνες
Πόσο αγαπώ τη σαγήνη της νύστας πάνω στον αρχαίο βρυχηθμό σου!
Εγώ πήρα ένα φοβισμένο ύφος, αφού έτσι κι αλλιώς ήξερα πως είχα στρίψει παράνομα και τότε τον θυμήθηκα…