Όπως η ποίηση όταν γλιστράει κι αναδίνεται στου χαρτιού το ευγενές υπόστρωμα και αμιλλάται τον καμβά με φτερωμένο λόγο
Ξέρω σε ποιο σημείο του υπογείου/φυλάξαμε το κουτάκι με τις ενέσεις/τις μικρές βελόνες/τις πεσμένες κόκκινες γόβες/το πάπλωμα
Γιατί δε μου αρκούν τα αλαφιασμένα άλματα της θάλασσας / γύρω απ'το χαμένο πλεούμενο δε μου αρκεί η ανεμοθύελλα στο βουνό
Την πλησίασε με θέρμη για να τη χαιρετίσει κι ας γκρίνιαζε μετά η μάνα του ότι, στα καλά καθούμενα, ο γιος της...
Σκηνική ποιητική αφήγηση - Υπερβαίνω το σχήμα του αόρατου, είμαι συνοδοιπόρος των σκιασμένων μου και των θαλασσών
Ο Θεός είναι ένα τεράστιο πλάσμα [...]. Ο κόσμος μας παρασύρεται –– σύντομα θα χαθεί μες στο χασμουρητό Του.
Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου μοιάζουν με εκείνα τα μυρμήγκια, πάνε κι έρχονται στη ζωή μου χώνονται στα πιο απόκρυφα σημεία μου
Με φοβίζει καθώς το τέλος πλησιάζει, μ’ αναστατώνει η αβεβαιότης και το χάος των ετών που ακολουθούν
Μπορεί από δική μου εμμονή να έκανα συλλογή δισταγμών, όμως παρά τις υπερβολές μου, έβλεπα μάλλον καθαρά
«Μια χαρά είμαι, κυρ αστυνόμε μου. Συγνώμη... σας έπιασα, και το όπλο»!
Από τότε άρχισα να βλέπω παράξενα όνειρα. / Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς, / αφού ανελέητα πετώ επάνω μου τη θάλασσα
Πείτε το πενία, πείτε το πλεονεξία, σημασία έχει ότι, ανεξαιρέτως κινήτρου, το αρκαδικό δαιμόνιο έκανε πάλι το θαύμα του