Η λίστα του Λεπορέλο

Άσχημα νέα

«… Το θύμα βρέθηκε ακρωτηριασμένο μέσα σε μια λίμνη αίματος, ενώ στο δωμάτιο υπήρχαν σημάδια μάχης. Ο δράστης ενδέχεται να γνώριζε τον άτυχο εκδότη, καθώς δεν βρέθηκαν ίχνη παραβίασης της πόρτας του διαμερίσματος. Αυτό είναι το τρίτο περιστατικό με κοινά χαρακτηριστικά μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών, και οι αστυνομικές αρχές μιλάνε πλέον ανοιχτά για ενδημικό σίριαλ κίλερ. Στην πρωτοφανή ιστορία, που έχει αναστατώσει το αστυνομικό ρεπορτάζ, κερασάκι της τούρτας αποτελεί η σύνδεση ανάμεσα στα ατυχή θύματα: προέρχονται όλα από τον εκδοτικό χώρο. Οι αρχές εξέφρασαν φόβους ότι οι δολοφονικές επιθέσεις εναντίον εκδοτών μπορεί να συνεχιστούν, αλλά συνέστησαν ψυχραιμία…»

Τσαλάκωσα την εφημερίδα και την πέταξα στον κάδο απορριμμάτων. Αυτό υπερέβαινε όλα τα εσκαμμένα της έντιμης δημοσιογραφίας και περνούσε στην επικράτεια του κιτρινισμού. Ακούς εκεί «οι δολοφονικές επιθέσεις να συνεχιστούν»... Μόνο που δεν το ευχήθηκε ο δημοσιογράφος. Και εκείνο το «κερασάκι της τούρτας»; Στις δημοσιογραφικές σχολές δεν τους μαθαίνουν να γράφουν πλέον. Αλλά και πού τους μαθαίνουν; Σημείωσα στην ατζέντα μου: Δημοσιογράφος ίσον κακός συγγραφέας. Να το θυμάμαι την επόμενη φορά που θα μου έστελνε κείμενο κάποιος από τη συγκεκριμένη επαγγελματική κάστα.

Είχα πολλές σκοτούρες, όπως κάθε πρωί. Παραγγελίες, εκκρεμότητες, email, διορθώσεις, αξιολογήσεις, προθεσμίες, έλεγχος ηλιοτυπιών, συμβόλαια, δικαιώματα, δημιουργικό και γραφιστική νέων βιβλίων, ραντεβού με συγγραφείς, με τυπογράφους, με διαφημιστές, τηλεφωνήματα, τιμολόγια, ειδοποιήσεις πληρωμών — κρέμονταν από πάνω μου σαν χιονοστιβάδα και σήμερα. Παρ’ όλα αυτά, για είκοσι περίπου λεπτά καθόμουν ακίνητος και κοιτούσα το κενό, λες και είχα παραλύσει. Ένα ελαφρύ, αλλά επίμονο μούδιασμα στα χέρια με έβγαλε από τη νιρβάνα. Τα έτριψα λίγο για να μου φύγει. Το μούδιασμα πήγε και θρονιάστηκε στη ραχοκοκαλιά, σαν ένα μικροσκοπικό πουλάκι που τρεμόπαιζε μέσα μου και άλλαζε θέσεις κάθε φορά που έκανα να το πιάσω.

Ήταν ένα όμορφο χειμωνιάτικο πρωινό. Ο κόσμος έτρεχε στις υποχρεώσεις του. Η σκέψη ότι υπήρχαν πιθανότητες να μην έβλεπα την επερχόμενη άνοιξη με έκανε να φιλοσοφήσω. Ζούμε σαν τυφλά μυρμήγκια μέσα στις πόλεις-μυρμηγκοφωλιές μας, παραδομένοι σε μια αυτοματοποιημένη ρουτίνα, χωρίς να σκεφτόμαστε σχεδόν ποτέ το τέλος και όταν, τελικά, εκείνο φτάνει, μας βρίσκει προ εκπλήξεως. Αναρωτιόμαστε γιατί συνέβη σ᾿ εμάς. Πώς και ήρθε τόσο σύντομα η σειρά μας; Ζητάμε περίοδο χάριτος. Έχουμε υποχρεώσεις να διευθετήσουμε, δουλειές να ολοκληρώσουμε, πρότζεκτ να στήσουμε, αισθήματα να εξομολογηθούμε. Ναι, μας αρέσει να ζούμε σαν τα ζώα σε ένα άχρονο και διαρκές παρόν, μόνο που αυτό το αιώνιο παρόν αποτελεί ψευδαίσθηση.

* * *

Η οικονομία της χώρας κατέρρευσε πριν από λίγα χρόνια. Εγώ άρχισα να καταρρέω εκείνο το πρωί.

Σαν να μην έφτανε η κρίση, το κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, η συρρίκνωση της αγοράς, η έλλειψη ρευστότητας, η γενικότερη κατήφεια που έφεραν οι οικονομικές δυσκολίες, τα ψυχολογικά, συναισθηματικά, υπαρξιακά προβλήματα που, ούτως ή άλλως, είχαμε και έχουμε, εμφανίστηκε τώρα στον «σημειωτικό μας χώρο», όπως θα έλεγε ένας θεωρητικός της λογοτεχνίας, και ένα καινούργιο πρόβλημα. Πολύ μεγαλύτερο από όλα τα προηγούμενα, καθότι πιο άμεσο. Και ωστόσο, αντί να σβήνει με την παρουσία του όλα τα προηγούμενα, τα αύξανε, τα ενέτεινε, τα διόγκωνε.

Ένας ψυχοπαθής δολοφόνος εκδοτών. Κάποιος που σκοτώνει κτηνωδώς αλλά με μαεστρία ‒ποιος ξέρει γιατί‒ μια συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών. Ένας κατ’ εξακολούθηση ανθρωποκτόνος. Ένας εκδοτοκτόνος. Απ’ όσο ήξερα, επρόκειτο για πρωτοφανές συμβάν στα χρονικά του εγκλήματος. Τουλάχιστον στη φιλήσυχη και ειρηνική επικράτειά μας. Ανάλογα κρούσματα παρανοϊκής βίας θα περίμενε κανείς να συναντήσει στην Αμερική, τη Μέκκα των σειριακών δολοφόνων, αλλά εδώ; Ο Τζακ Αντεροβγάλτης με τα τσαρούχια.

Για μέρες μετά το διάβασμα της είδησης σκεφτόμουν εμμονικά τους συναδέλφους που είχαν διαδοχικά χαθεί. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι δολοφονημένοι ήταν τρεις. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των θυμάτων οι συνθήκες θανάτου και ο τρόπος της επίθεσης. Βράδυ, στο γραφείο τους ή στο σπίτι τους. Ο τρόπος θανάτου διέφερε. Αλλά υπήρχαν κάποια κοινά σημεία.

Η λίστα του Λεπορέλο

Πορτρέτα αποθανόντων εκδοτών

Μάγια Πετσατώρου. Το πρώτο θύμα. Αρχικά η αστυνομία υπέθεσε ότι πρόκειται για έγκλημα πάθους, μιας και η συγκεκριμένη εκδότρια ήταν περιβόητη για το φλογερό ταμπεραμέντο της, τα κρυφά σκάνδαλα και την πιπεράτη ερωτική της ζωή.

Σικ, όμορφη, δυναμική, αδιευκρίνιστης ηλικίας, κάπου ανάμεσα στα πενήντα και τα εξήντα. Είχε συνήθως τα μαλλιά πιασμένα κότσο. Φορούσε αυστηρά ταγιέρ. Παντρεμένη και χωρισμένη δις. Τα τελευταία χρόνια συζούσε με έναν ποιητή φίλο της. Έβγαλε πολλά σημαντικά μυθιστορήματα νεοελληνικά, ενώ στήριξε θερμά και το ελληνικό διήγημα. Οι διασυνδέσεις και οι μηχανορραφίες της έμειναν παροιμιώδεις. Κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ ύπουλη και πανούργα, αλλά «ο νεκρός δεδικαίωται…»

Τη γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Είχαμε, κατά μία έννοια, κοινή αφετηρία. Ήταν τότε εποχή πολιτικών ζυμώσεων και κοινωνικών ανακατατάξεων. Ήμασταν και οι δυο οργανωμένοι στον χώρο της Αριστεράς (βλ. Ρήγας). Εκείνη είχε ήδη ιδρύσει τον εκδοτικό της οίκο. Αρχικά έδειξε αποστροφή προς το νεοελληνικό μυθιστόρημα, που εκείνον τον καιρό είχε αρχίσει να δείχνει τα δόντια του, σύμφωνα με τους κριτικούς. Σ’ εκείνα τα πρώτα και αβέβαια βήματά της στον εκδοτικό χώρο, η Μάγια έστρεψε το ενδιαφέρον της κυρίως στην ποίηση και τη θεωρία. Αργότερα βέβαια έκανε στροφή 180 μοιρών και στήριξε, ψυχή τε και σώματι, τους συγγραφείς μυθιστορημάτων και τους διηγηματογράφους, ενώ η ποίηση της γενιάς του ’90 και πόσο μάλλον της γενιάς του 2000 (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) φάνηκε να της δημιουργεί αναφυλαξία.

Γρήγορα έγινε η ηγερία του (καλού) νεοελληνικού μυθιστορήματος. Ποτέ δεν έριξε τα ποιοτικά της κριτήρια για το εύκολο κέρδος. Κράτησε αδιάφθορη και ανένδοτη στάση απέναντι στα μπεστ σέλερ, πράγμα που μεγιστοποίησε τη φήμη της ως προστάτιδος του (καλού) μεγάλου σε έκταση κειμένου. Για χρόνια στα γραφεία του εκδοτικού της οίκου στοιβάζονταν χειρόγραφα που σε γενικές γραμμές δεν ακολουθούσαν μια υποτυπώδη πλοκή, αλλά «αναθυμούνταν φράσεις». Ήταν φυσικό γύρω της να μαζευτούν πλείστοι όσοι κόλακες ‒ένα είδος που ευδοκιμεί πάντα στη λογοτεχνική μας ζωή‒ σχηματίζοντας ένα πολύβουο και αεικίνητο μελίσσι. Μεταξύ τους την προσφωνούσαν «Μάγια των Γραμμάτων».

Αυτή απολάμβανε τον θαυμασμό και τη γενική αποδοχή. Κρατούσε, μάλιστα, γενναιόδωρη στάση προς τους εχθρούς της, όσους, δηλαδή, προσπαθούσαν να διατηρήσουν κάποια ψυχραιμία και κάποιο μέτρο απέναντί της. Την κατηγορούσαν ότι η αναίτια και άνευ προηγουμένου λατρεία για το ελληνικό μυθιστόρημα διόγκωσε τον ναρκισσισμό κάποιων απλώς έξυπνων γραφιάδων και δημιούργησε το φαιδρό εγχώριο συγγραφικό σταρ σίστεμ, που θα καπέλωνε την πνευματική μας ζωή για πολλά χρόνια. Αλλά εκείνη δεν έδινε σημασία.

Παρότι ήμασταν ανταγωνιστές, είχαμε μια κόσμια και τυπική σχέση. Γνώριζα ότι από πίσω υπέσκαπτε τον λάκκο μου και φρόντιζα να είμαι προσεκτικός μαζί της. Για να το πω πιο εμφατικά, με τη Μάγια ήταν πάντα σαν να χάιδευες μια οχιά. Ήξερες μετά βεβαιότητος ότι θα σε δαγκώσει, αλλά δεν ήσουν σίγουρος πότε θα το έκανε.

Στο τελευταίο της κατευόδιο γράφτηκαν, όπως συνηθίζεται, πολύ πομπώδεις και περίτεχνες νεκρολογίες. Ανάμεσα στους περίλυπους νεκρολόγους διέκρινα και κάποιους που τη μισούσαν, όσο ζούσε, βαθιά και ακατάλυτα. Με τη φυσική γοητεία της, το κάλλος, τους ευγενικούς τρόπους, την οικειότητα που δημιουργούσε, μου είχε κλέψει αρκετούς συγγραφείς. Με το «κλέψει» εννοώ συγγραφείς που σπάσαν τα συμβόλαια που είχαν μαζί μου ή δεν τηρήσαν τη συμφωνία μας και προσχώρησαν στον εκδοτικό οίκο της Μάγιας. Βέβαια όταν βρισκόμασταν σε διάφορες εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων κτλ., ήταν μες στα χαμόγελα και τη γλυκερή υποκρισία. Με αυτά και με άλλα ακόμα κόλπα («με σκληρή δουλειά», το ονόμαζε εκείνη) έφτασε να γίνει ένα από τα πρώτα ονόματα στο εκδοτικό μας χωριό, με μεγάλα τιράζ, πολλούς τίτλους κάθε χρόνο, σταθερές μεταφράσεις και «αλτρουιστική προσφορά στα πολιτιστικά δρώμενα της ημεδαπής» (δικά της λόγια πάλι).

Βρήκε τραγικό θάνατο πριν από λίγους μήνες, όταν δολοφονήθηκε με στυγνό τρόπο στο γραφείο της. Αιτία θανάτου; Στραγγαλισμός. Ο άγνωστος δολοφόνος την έπνιξε με τα ίδια του τα χέρια. Το έγκλημα συγκλόνισε τον λογοτεχνικό μας μικρόκοσμο. Αλλά ούτε κατά διάνοια δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα επακολουθούσε.

Σώτης Αναγνώστου. Δεύτερο θύμα. Ο θάνατός του ήλθε λίγες βδομάδες μετά της Μάγιας. Βρέθηκε στο γραφείο του με ανοιγμένο το λαρύγγι. Αμέσως μόλις έμαθα το μακάβριο νέο, θυμήθηκα το όμορφο ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη που λέει «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τι κάθαρμα ήσουν,»

Πενηνταπεντάρης. Ευτραφής. Χαρούμενος και κοινωνικός τύπος. Αν τον έβλεπες έξω, δεν θα πίστευες ότι αυτός ο άνθρωπος είναι εκδότης. Εστερείτο πνευματικότητας, όπως έλεγαν οι εχθροί του, κάποιοι παλαιότεροι εκδότες δηλαδή, γιατί οι συνομήλικοί του, ως επί το πλείστον, τον συμπαθούσαν.

Από ένα σημείο και μετά, όταν άρχισαν να εκλείπουν οι παλιοί στρυφνοί και καθώς πρέπει εκδότες, ο Σώτης δεν είχε εχθρούς. Του άρεσε το καλό φαΐ και οι ευχάριστες συντροφιές. Λάιτ μοτίφ του ήταν το «Όλα θα γίνουν!», διαποτίζοντας με την αισιόδοξη διάθεσή του τους γύρω του. Τα ροδοκόκκινα μάγουλά του φούντωναν ακόμα περισσότερο όταν έπινε κρασί, όταν διάβαζε φιλοσοφία και όταν βρισκόταν δίπλα σε θελκτικές γυναικείες παρουσίες. Πολλές επίδοξες ποιήτριες και συγγραφείς («συγγραφίνες» τις αποκαλούσε ο ίδιος) έπεσαν θύμα της ματαιοδοξίας τους και έκαναν το λάθος να παρασυρθούν σε ιδιωτικά τετ α τετ στο γραφείο του. Το πλήρωσαν με κακό σεξ. Ήτανε ηδονοθήρας, αλλά πιστεύω ότι οι κακές γλώσσες υπερβάλλουν όσον αφορά τα πάθη του. Αν είχε να επιλέξει ανάμεσα σε ένα καλοψημμένο γουρουνόπουλο και σε μία καλλίπυγο νεαρά λογοτέχνιδα, θα επέλεγε μάλλον το πρώτο. Ναι, ήταν βασικά κοιλιόδουλος, δεν είχε χαλινό στο φαγητό. Κάποιοι συνετοί φίλοι του τού κάναν αυστηρές συστάσεις για την υγεία του, οι πιο πραγματιστές από αυτούς πίστευαν ότι θα πάει από καρδιά, οι πιο απαισιόδοξοι φοβόντουσαν ότι κάποτε θα σκάσει από το πολύ φαΐ. Πέσαν έξω, τελικά, και οι μεν και οι δε.

Θα μπορούσαμε να κάνουμε και παρέα γιατί ήταν έξω καρδιά τύπος, χωρατατζής ‒ έλεγε ωραία ανέκδοτα. Μου ταιριάζουν τέτοια άτομα για φίλοι, παρόλο που εγώ μπορεί να φαίνομαι πιο συμμαζεμένος, λιγότερο θερμός και χωρίς ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, αλλά ήμασταν ανταγωνιστές και πάνω σε αυτό το θεμέλιο δεν γινόταν να χτιστεί φιλία.

Από την άλλη, εγώ είμαι λάτρης των σπορ, ξυπνάω έξι τα χαράματα και τρέχω, ο Σώτης πολλές φορές γύριζε στο σπίτι του από τα πατσατζίδικα την ώρα που εγώ σηκωνόμουν για το πρωινό τζόκινγκ. Πάντως έδειχνε να με συμπαθεί. Όλους τους συμπαθούσε, δεν έλεγε κακό λόγο για κανέναν. Δεν χάρηκα που πέθανε. Σύσσωμος ο εκδοτικός κόσμος έπεσε σε βαθιά συντριβή. Το χειρότερο, βέβαια, ήταν ότι με τον χαμό του άρχισαν να κρούουν οι καμπάνες και για όλους εμάς τους υπολοίπους. Οι πιο διορατικοί (ανάμεσά τους και εγώ) κατάλαβαν ότι οι δολοφονίες εκδοτών θα αποκτήσουν σειριακή διάσταση το επόμενο διάστημα. Και αυτό ήταν ένα πολύ δυσοίωνο συμπέρασμα.

Ας γυρίσω στον Σώτη όμως. Ξεκίνησε πουλώντας εγκυκλοπαίδειες από πόρτα σε πόρτα. Άσκησε, μάλιστα, αυτό το επάγγελμα με τεράστια επιτυχία. Είχε πολύ δικό του στιλ στις πωλήσεις. Αρχικά δεν πίεζε κανέναν και τίποτα. Είχε πάντα αυτό το γελαστό και παχουλό πρόσωπο, που σε έκανε να θες να τον αγκαλιάσεις και να του τσιμπήσεις τα μάγουλα ή να του δώσεις χαϊδευτικά χαστούκια. Εγώ ευχαρίστως θα τον πλάκωνα στα χαστούκια, όταν πριν από λίγα χρόνια μού πήρε τον Μάνο Λιάρο, ένα από τα καλύτερα συγγραφικά πουλέν μου, και του έκανε μεταγραφή στις εκδόσεις του. Με αυτή την πονηρή κίνηση έβγαλε τεράστια κέρδη, ενώ εγώ έμεινα με την ανάλογη χασούρα. Του το συγχώρεσα πάντως γρήγορα ‒ στη δουλειά μας συμβαίνουν αυτά. Στην κηδεία του, που παρευρέθηκα φυσικά και εγώ, οι νεκρολόγοι εξήραν το ήπιο του χαρακτήρα του, το άδολο των προθέσεών του, την αγάπη του για τη ζωή. Λίγοι γνώριζαν ότι πίσω από αυτή την πρόσχαρη και άδολη προσωπικότητα κρυβόταν ο κλασικός τύπος του νεοέλληνα διαπλεκόμενου επιχειρηματία, με επαφές και διασυνδέσεις σε πολιτικά γραφεία, μίζες, κούφιες επιχορηγήσεις, εκτεταμένη φοροδιαφυγή και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.

Χάρης Βάλτερ. Η τρίτη μέχρι στιγμής δολοφονία. Η είδησή της προκάλεσε μαζική υστερία και πανικό στον εκδοτικό κόσμο. Προφανώς αυτή η απειλή που εμφανίστηκε από το πουθενά ήρθε για να μείνει. Για τη δική του δολοφονία είχα διαβάσει στην εφημερίδα εκείνο το πρωί.

Σοβαρός. Χαλκέντερος. Αδιάφθορος. Σύμφωνα με έγκυρους κριτικούς κύκλους, κουβάλησε στους ώμους του όλη την ποιοτική βιβλιοπαραγωγή των τελευταίων χρόνων, με κάθε κόστος. Λάτρευε την ποιητική γενιά του ’70. Συνδεόταν φιλικά με πολλούς από τους ποιητές εκείνης της περιόδου. Ανήκε, άλλωστε, και ο ίδιος στη γενιά της Αμφισβήτησης. Στη διαμάχη Ιατρόπουλου - Λευτέρη Πούλιου είχε πάρει τη θέση του πρώτου, κάτι που με έκανε να του κρατήσω για πάντα κακία. Δεν ήξερα προσωπικά τον Πούλιο, αλλά αγαπούσα και αγαπώ την ποίησή του.

Απεχθανόταν τον κακεντρεχή αφορισμό του Στεργιόπουλου: «Οι ποιητές της γενιάς του ’70 ξεπέρασαν σε δημόσιες σχέσεις και τους γαλαζοαίματους της πολυμήχανης γενιάς του ’30 με το θορυβώδες ξεκίνημά τους». Πίστευε ακράδαντα, όμως, ότι ποίηση και ΜΜΕ μπορούν να έχουν αγαστή συνεργασία. Και προσπάθησε με κάθε τρόπο να υλοποιήσει το credo του. Ήταν οραματιστής. Ήθελε να ανασυστήσει τη λουμίδειο περίοδο των ελληνικών γραμμάτων. Την εποχή δηλαδή που οι διανοούμενοι μαζεύονταν στα πατάρια και γράφαν από εκεί ιστορία. Αυτό ήταν ένα από τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Αλλά με τον κατακερματισμό που επήλθε στις λογοτεχνικές κλίκες τις τελευταίες δεκαετίες, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Είχε φήμη πολύ αυστηρού και είρωνα. Ήταν επίσης δεσποτικός με τους νέους συγγραφείς και αυτό ‒θεωρούσε ο ίδιος‒ ότι του προσέθετε κύρος. Η οικογενειακή και προσωπική του ζωή ήταν μάλλον ήρεμη. Δεν ακούγονταν πολλά κουτσομπολιά για εκείνον, δεν είχε βγει στη φόρα κάποια παρέκκλιση ή κάποια ιδιαιτερότητα. Μια ζωή θαμμένος μέσα σε βιβλία. Η κοινωνική του ζωή εξαντλούνταν σε λογοτεχνικές εσπερίδες και παρουσιάσεις βιβλίων. Όλα περιστρέφονταν γύρω από τη δουλειά του. Το θαύμαζα αυτό και το φθονούσα μέχρι ένα σημείο. Είχε φτάσει στην κορυφή δουλεύοντας σκληρά και κάνοντας άπειρες θυσίες. Εγώ που πάντα πάλευα με μια εγγενή νωθρότητα, απότοκο της πεσιμιστικής οπτικής μου για τον κόσμο, δεν μπόρεσα να καταξιωθώ όσο εκείνος.

Με κατέτρυχε πάντα η αίσθηση μιας καθολικής αδυναμίας απέναντί του. Ο Βάλτερ έδειχνε πατερναλιστική και ελαφρώς υπεροπτική διάθεση προς εμένα, κάθε φορά που συναντιόμασταν σε κάποια εκδήλωση ή έκθεση βιβλίου. Συνήθιζε να με χαιρετάει τραβώντας μου λίγο το αυτί, σαν να είμαι σχολιαρούδι (ήταν απλώς δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου). Του άρεσε να με πειράζει. Δεν είχε χιούμορ, αλλά χρησιμοποιούσε καλά τη λεκτική ειρωνεία.

Συχνά μου θύμιζε το λιβελογράφημα που έγραψε κάποτε ο Χριστιανόπουλος, κατηγορώντας τον Πούλιο ότι έκλεψε το «Αμέρικαν Μπαρ στην Αθήνα» από το ποίημα του Γκίνσμπεργκ “A Supermarket In California”. Η συναναστροφή μας γενικώς εξαντλούνταν σε λογοτεχνικά πειράγματα και μικροκακίες. Έγραψε και ο ίδιος πολλά δοκίμια για την ποίηση της Aμφισβήτησης. Ενώ εγκαινίασε την εκδοτική του παραγωγή με μια εντυπωσιακή ανθολογία της ποιητικής γενιάς του ’70. Η ανθολογία χαρακτηρίστηκε αντι-αντι-ανθολογία, σε αντιπαράθεση με την Αντι-ανθολογία του Ιατρόπουλου.

Το πτώμα του βρέθηκε διαμελισμένο μέσα στο σπίτι του. Ήταν η πιο φρικτή δολοφονία. Ευτυχώς η οικογένειά του έλειπε τη στιγμή που διεπράχθηκε ο φόνος. Ακόμα και στα τζάμια των παραθύρων υπήρχε αίμα. Ο δολοφόνος εξάντλησε πάνω στον συγκεκριμένο εκδότη όλη του τη λύσσα.

Η λίστα του Λεπορέλο

Συνεκτικός δεσμός

Το στοιχείο που ένωνε τα τρία θύματα δεν ήταν μόνο η επαγγελματική τους ιδιότητα αλλά και ένα μήνυμα που ο δολοφόνος τους είχε στείλει σε ανύποπτο χρονικό διάστημα, κωδικοποιημένο, κρυπτογραφικό, προειδοποιώντας τους ουσιαστικά για τον επικείμενο χαμό τους. Δεν ήταν ακριβώς μήνυμα, αλλά ολόκληρη νουβέλα (αν έχεις τον θεό σου) που καταδείκνυε με πλάγιο, όσο και με σαφή τρόπο, τι πρόκειται να επακολουθήσει. Η αστυνομία εντόπισε το κείμενο ύστερα από συλλογική προσπάθεια και το ονόμασε, συναγωνιζόμενη σε ευρηματικότητα τον Μιγκέλ Ντε Θερβάντες, «προειδοποιητική νουβέλα».

Για αυτό το σημαντικό πόρισμα χρειάστηκε έρευνα πολλών εβδομάδων. Στο εγκληματολογικό έλαβε χώρα ένας μαραθώνιος ανάγνωσης. Κάποιος εχέφρων αξιωματικός προέβη στην εύλογη εικασία ότι, εφόσον όλα τα θύματα ήταν εκδότες βιβλίων, πιθανότατα ο δολοφόνος να σχετιζόταν με τον χώρο του βιβλίου. Αυτομάτως οι υποψίες έπεσαν πάνω στην επαγγελματική κατηγορία των λογοτεχνών. Είναι γνωστό ότι ανάμεσα στους συγγραφείς υπάρχουν πολλοί ανισσόροποι, άνθρωποι βίαιοι, που κατατρέχονται από φοβίες ή σύνδρομα καταδίωξης, αριβίστες, φαντασμένοι, αλκοολικοί, ναρκoμανείς και αντικοινωνικοί. Δεν θα ήταν παράλογο (σύμφωνα πάντα με την γνώμη της αστυνομίας) κάποιος από δαύτους να είναι και δολοφόνος. Και, αν μη τι άλλο, περισσότερα κίνητρα για κάτι τέτοιο θα είχε ένας απογοητευμένος, ένας δυσαρεστημένος, ένας αγανακτισμένος συγγραφέας, κάποιος που έχει δει το έργο του να απορρίπτεται (αδίκως) πολλές φορές από τους υπευθύνους των εκδοτικών οίκων και το μένος του απέναντι στους εκδότες έχει φουσκώσει και είναι έτοιμο να εκραγεί σαν ηφαίστιο. Το πρόβλημα βέβαια που προέκυπτε ήταν ότι, εκεί έξω, υπήρχε πληθώρα τέτοιων συγγραφέων που πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις. Ήταν άπειροι.

Οι αρμόδιοι αστυνομικοί εκλήθησαν λοιπόν να διαβάσουν ό,τι χειρόγραφο είχε καταφθάσει στους εκδοτικούς οίκους των θυμάτων τους τελευταίους έξι μήνες. Η άχαρη -για τα όργανα της τάξης- διαδικασία, απέδωσε καρπούς και βοήθησε στην έρευνα - πέρα από το ότι ενδεχομένως έκανε καλό και στα ίδια τα όργανα: η φιλαναγνωσία είναι επίκτητη ιδιότητα, μαθαίνεις να διαβάζεις, δεν γεννιόμαστε αναγνώστες.

Η συγκριτική μελέτη και ο πνευματικός μόχθος από τα όργανα της τάξης οδήγησε στο πολύτιμο στοιχείο της «προειδοποιητικής νουβέλας». Αλλά αυτό που μέτρησε -θα πρέπει να το τονίσουμε- ήταν η παρατηρητικότητα και η επιμονή ενός και μόνου αστυνομικού. Η πολύτιμη ανακάλυψη έγινε από έναν νέο ανθυπαστυνόμο, τον Βασίλη Παναγιώτου ο οποίος, πριν μπει στη Σχολή, σταδιοδρόμησε σαν εκπαιδευτικός σε δημόσια σχολεία για λίγα χρόνια (επάγγελμα που στην πορεία κατάλαβε ότι δεν του ταίριαζε καθόλου…). Αυτός, καθώς διάβαζε προσεκτικά, αν και ανόρεχτα, το υλικό που του είχε δοθεί (κατά δική του ομολογία είχε διαβάσει μόνο τέσσερα βιβλία σε όλη του τη ζωή), έπεσε ξαφνικά πάνω σε ένα χειρόγραφο με τον κάπως αδέξιο και ηθικολογικό τίτλο «Δίκαιη Τιμωρία». Τα βλέφαρά του βάραιναν από την κοπιώδη και καταναγκαστική ανάγνωση και αποφάσισε να αφήσει κατά μέρος το χειρόγραφο και να πέσει για ύπνο. Παρόλα αυτά έκανε λίγη υπομονή και περιδιάβηκε μερικές σελίδες. Το κείμενο ήταν βαρετό -όπως δήλωσε αργότερα σε συνέντευξή του ο Παναγιώτου- αλλά καθώς προχωρούσε μέσα στην ιστορία, άρχισε, με φρίκη και ταυτοχρόνως με ενθουσιασμό, να αντιλαμβάνεται ότι ο κεντρικός φόνος που περιγραφόταν εκεί, εμφάνιζε καταπληκτικές ομοιότητες με τις συνθήκες θανάτου της Μάγιας Πετσατώρου. Ήταν πράγματι μια συνταρακτική ανακάλυψη. Στη νουβέλα, η κεντρική ηρωίδα παρουσιαζόταν ως επηρμένη και αλαζονική, γυναίκα-αράχνη και επιχειρηματίας που με τις τακτικές της οδήγησε πολλούς ανθρώπους (υφισταμένους, εραστές, συνεργάτες) στη δυστυχία. Ένα από τα θύματά της, πρώην εργαζόμενος στην επιχείρησή της, ανέλαβε να τη θανατώσει δια πνιγμού. Και αυτή ήταν η «δίκαιη τιμωρία» της. Ο ξύπνιος ανθυπαστυνόμος πήρε τελικά προαγωγή για την υπερβατική σύνδεση και όλα τα λαγωνικά της αστυνομίας πέσαν με τα μούτρα στην ανάγνωση για να βρουν και άλλες νουβέλες που μπορεί να είχαν αντιστοιχίες με τους πραγματοποιημένους φόνους. Και αυτές δεν άργησαν να βρεθούν.

Έτσι, μετά απο μήνες σύγχυσης, παλινδρομήσεων και σισσύφειων προσπαθειών, η αστυνομία κρατούσε επιτέλους στα χέρια της ένα σημαντικό και άμεσα αξιοποιήσιμο στοιχείο. Οι προειδοποιητικές νουβέλες, αν και είχαν διαφορετική θεματολογία, χαρακτηρίζονταν από ενότητα ύφους, ενώ κατατάσσονταν αναμφιβόλως στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αμέσως μετά τον εντοπισμό τους εδόθησαν σε έγκριτους κριτικούς λογοτεχνίας καθώς και σε ειδική ομάδα ψυχολόγων για μια πιο εμπεριστατωμένη εκτίμηση. Οι απόψεις των ειδικών ήρθαν αμέσως σε πλήρη διάσταση, αλλά γενικώς συμφώνησαν ότι τα κείμενα δεν στερούνταν λογοτεχνικής αξίας και ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν εκδοθεί. Δεν μας είχε γίνει ξεκάθαρο αν τα τρία κείμενα είχαν απορριφθεί από τους υπευθύνους των ισάριθμων εκδοτικών οίκων ή αν ήταν ακόμα προς εξέταση. Το πιο πιθανό ήταν να είχαν απορριφθεί πάντως. Ο αποστολέας τους τα είχε ταχυδρομήσει, με άγνωστα φυσικά τα στοιχεία του, πριν από μερικούς μήνες. Και τα τρία είχαν σταλεί με διαφορετικό ψευδώνυμο και ψεύτικη διεύθυνση. Όμως τα συνέδεε, όπως είπαμε, ενότητα ύφους, ήθους και θεματολογίας.

Κάποιοι κριτικοί από την ομάδα των εμπειρογνωμόνων εξέφρασαν σοβαρές ενστάσεις απέναντι σε αυτήν τη διαπίστωση. Θεώρησαν αυθαίρετο αυτό το «καπέλωμα» τριών διαφορετικών κειμένων, που κατά την γνώμη τους ήταν εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Σύμφωνα με αυτούς, το εύρημα της αστυνομίας εξυπηρετούσε μόνο την αναστήλωση του τρωθέντος γοήτρου της. Ήδη οι επιθέσεις του Τύπου είχαν λάβει διαστάσεις κατολίσθησης, ενώ μουρμουρητά για την επιχειρησιακή ανικανότητα των υπευθύνων είχαν αρχίσει να ακούγονται και από κυβερνητικούς παράγοντες. Οι συσχετισμοί που έγιναν ανάμεσα στα άγνωστα κείμενα και στις δολοφονίες των εκδοτών ήταν διάτρητοι από αναντιστοιχίες, γενικότητες, νοηματικά κενά και σφάλματα. Οι αντιρρησίες κριτικοί διατείνονταν ότι πολλά άλλα κείμενα γνωστών ή αγνώστων συγγραφέων θα μπορούσαν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες αυτής της ματαιόπονης αστυνομικής έρευνας. Για παράδειγμα, και για να τονίσουν την ειρωνεία του πράγματος, έφερναν βιβλία του Τάιμπο ή της Πατρίτσια Χάισμιθ. Σε πολλά κείμενα θα μπορούσε να βρει κανείς περιγραφές φόνου που προσιδιάζουν στην περίπτωση των εκδοτών. Δεν γινόταν να ενοχοποιηθούν τα βιβλία για αυτό. Οι έρευνες όμως ήταν κολλημένες, ο κόσμος αδημονούσε για απαντήσεις, τα λογοτεχνικά περιοδικά είχαν σκυλιάσει απέναντι στους υπευθύνους και η ανακάλυψη των φερόμενων ως κειμένων του δολοφόνου χαιρετίστηκε με ελπίδα, ανακούφιση και χαρά, από όλες τις πλευρές. Οι όποιες αντιδράσεις πνίγηκαν μέσα σε αλαλαγμούς ευχαρίστησης.

Επρόκειτο λοιπόν, αν όχι για θρίαμβο της αστυνομίας, τουλάχιστον για ένα πολύ καθοριστικό βήμα προς την διαλεύκανση της ταυτότητας του δράστη. Οι αστυνομικοί που διερευνούσαν την υπόθεση έδωσαν στον άγνωστο συγγραφέα το κωδικό όνομα «Τζόυς», εξαιτίας των πολλαπλών απορρίψεων που είχε υποστεί ο Ιρλανδός συγγραφέας όταν προσπαθούσε να εκδώσει τον Οδυσσέα. Η αλήθεια είναι ότι οι ψυχολόγοι της αστυνομίας ήταν οι νονοί για αυτό το παρατσούκλι. Άλλωστε δεν υπάρχει Έλληνας αστυνομικός που να γνωρίζει έστω και ονομαστικά τον Τζέιμς Τζόυς.

Ένας αριβίστας συνάδελφός μου, ο Γιάννης Σπανός από τις εκδόσεις Έναστρον, ζήτησε από την αστυνομία να του δοθούν οι «προειδοποιητικές νουβέλες» και να τις εκδώσει όσο το δυνατόν συντομότερα. Ισχυρίστηκε ότι το αναγνωστικό κοινό έχει δικαίωμα να ξέρει τα πάντα σχετικά με την υπόθεση. Φυσικά η πρωτοβουλία του αντιμετωπίστηκε με αγανάκτηση και αποτροπιασμό από το συνάφι. Πρώτα από όλα προέκυψε ζήτημα δεοντολογίας. Ο συγγραφέας -όποιο και αν ήταν το ποιόν του- είχε στείλει τα έργα του σε συγκεκριμένους εκδοτικούς οίκους, πράγμα που δήλωνε ξεκάθαρα την επιθυμία και τη βούλησή του. Το να εκδοθούν αυτά τα έργα από έναν άσχετο, τέταρτο εκδοτικό οίκο, έβαζε σοβαρό θέμα πνευματικής ιδιοκτησίας. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Υπήρχε και μια ακόμα ηθική διάσταση που δεν γινόταν να παρακαμφθεί. Τα προς έκδοσιν έργα είχαν γεννηθεί από ένα αρρωστημένο μυαλό, ήταν τα τερατώδη παιδιά ενός στυγερού δολοφόνου. Αν τα βγάζαμε στο φως της δημοσιότητας θα ήταν σαν να επιβραβεύαμε τον αυτουργό των εγκλημάτων και σαν να σπιλώναμε την μνήμη των θυμάτων. Υπό το βάρος της γενικής κατακραυγής, ο αδίστακτος εκδότης αναγκάστηκε να το ξανασκεφτεί και να εγκαταλείψει τα σχέδιά του.

Τότε ήταν που ο εκπρόσωπος της αστυνομίας, με μια γενναία κίνηση αυτοκυριαρχίας, κάλεσε σχεδόν όλους τους εκδότες της Αθήνας ζητώντας μας να ψάξουμε στα κιτάπια μας, μπας και κρύβονται εκεί και άλλες «προειδοποιητικές νουβέλες». Η σύσταση έπεσε σαν τούβλο στα ήσυχα νερά μιας λίμνης. Ενδεχομένως ο δολοφόνος να είχε στοχοποιήσει σύσσωμο το εκδοτικό κατεστημένο. Όλοι κινδυνεύαμε. Όλοι ήμασταν εν δυνάμει θύματα.

Η εποχή της αθωότητας είχε πλέον παρέλθει. Από εκείνη τη στιγμή ήμασταν απαξάπαντες υποχρεωμένοι να σκεφτόμαστε μέρα νύχτα την υπόθεση. Έπρεπε να πληροφορηθούμε για όλες τις λεπτομέρειες και να πάρουμε τις απαραίτητες προφυλάξεις. Αλλά τι μπορεί να κάνει κανείς απέναντι σε έναν αόρατο, παράλογο και συνεχή κίνδυνο; α) να συνεχίσει να ζει όπως και πριν, β) να του γίνει εμμονή. Όπως και αρκετοί, πλην όχι όλοι, συνάδελφοί μου επέλεξα, εκών άκων, το δεύτερο. Τα δεδομένα της υπόθεσης έγιναν ένας χυλός στο μυαλό μου, ένας μύλος που περιστρεφόταν ασταμάτητα.

Το γεγονός που έδενε τα πράγματα ήταν ότι είχαν σταλεί στους αποθανόντες εκδότες τα ίδια κείμενα. Μέχρι στιγμής είχαμε στη διάθεσή μας τρία διαφορετικά, αν και παρεμφερή, χειρόγραφα που με συγκεκαλυμένο ή όχι τρόπο, περιέγραφαν τις λεπτομέρειες κάποιου φανταστικού εγκλήματος. Το έγκλημα είχε συντελεστεί και άρα έπαυε πλέον να είναι φανταστικό. Η αντιπαραβολή των γραπτών πληροφοριών που υπήρχαν κείμενα, με τις συνθήκες και τα χαρακτηριστικά των ανατριχιαστικών φόνων των τριών εκδοτών, έφερναν στην επιφάνεια στοιχεία που θα προκαλούσαν ζαλάδα και στον πιο επιτήδειο αστυνομικό εγκέφαλο. Πρώτον, ο δολοφόνος τήρησε με συνέπεια όλα όσα είχε καταγράψει στις νουβέλες του, αν ήταν βέβαια δικές του και δεν υπήρχε και κάποιος συνεργός στην όλη ιστορία. Έτσι, στην πρώτη προειδοποιητική νουβέλα που ανακαλύφθηκε και αφορούσε τη Μάγια Πετσατώρου, περιγράφεται με μεγάλη γλαφυρότητα ο στυγερός φόνος της πρωταγωνίστριας διά πνιγμού. Στον εκδοτικό οίκο του Σώτη βρέθηκε (συν τοις άλλοις) χειρόγραφο όπου γίνεται λόγος για τη δολοφονία ενός (παχουλού) άντρα με μαχαίρι στον λαιμό. Ενώ, τέλος, ανάμεσα στα υπό εξέτασιν χειρόγραφα που έψαξε η αστυνομία στον εκδοτικό οίκο του Βάλτερ, ανεσύρθη κείμενο που μιλάει ξεκάθαρα για δολοφονία και ακρωτηριασμό ενός άντρα, μέσα στο σπίτι του. Φυσικά ο συγγραφέας δίνει παραπλανητικά στοιχεία για την ταυτότητα των λογοτεχνικών του δολοφόνων. Παρόλα αυτά η αστυνομία προέβη σε μακροσκελείς αναλύσεις των χαρακτήρων τους, προσπαθώντας να βγάλει ζουμί σχετικά με την αληθινή ταυτότητα του δράστη. Κάποιοι κριτικοί της ψυχαναλυτικής σχολής είπαν ότι θα κάνει σίγουρα ασυνείδητες προβολές πάνω τους. Η άποψή τους έγινε δεκτή ως αυτονόητη.

Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο συγγραφέας, ο πραγματικός δολοφόνος, ο Τζόυς όπως τον αποκαλούσε η αστυνομία, ήταν μία ιδιοφυΐα. Το ότι δεν μπόρεσε να σταδιοδρομήσει στα γράμματα, δεν είχε καμία απολύτως σημασία.


Η λίστα του Λεπορέλο,
κυκλοφορεί στις αρχές Απριλίου 2021 από τις Εκδόσεις Νεφέλη

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: