Δε βάραινε η βαρύτητα / Και το σώμα τη μια σκόνταφτε στα έπιπλα / και την άλλη το έπαιρνε ο άνεμος / Πού να σταθεί να ευτυχήσει
Κατέβηκα από τη βάρκα, έβγαλα τα παπούτσια μου και στάθηκα για λίγο με τα γυμνά μου πόδια μέσα στο νερό
Σκούζουν τα αδιέξοδα στις εθνικές ωδές σαν βυζανιάρικα διψούν για γάλα κι εμείς νομίζουμε ότι μας πρόδωσαν τα υγρά στα φρένα
Γεμίζει ο τόπος πλήθος τριγωνικά και πολυγωνικά καθρεφτάκια. Οι δρόμοι, παραδόξως, στενεύουν, στενεύουν όλο και περισσότερο...
Ένα πλοίο μεγάλο με όλους τους γονείς μας, δηλαδή ο Θεός σαν υπερωκεάνιο προς εποχές προηγούμενες σαλπάροντας στην καρδιά μου μέσα
Ποιος μας ανέσκαψε εμάς και μας αποκάλυψε στον κόσμο / ο Σλήμαν ή ο Μαρξ; / Είμαστε νεκροί ή έχει πεθάνει ο κόσμος;
Μην καθυστερείς περισσότερο από όσο χρειάζεται. Αν με αφήσεις ελεύθερο, ένας άλλος θα βρεθεί στο μέλλον
Όπου υπήρχε ρωγμή, με γάζωνε με τρυφερότητα∙ η κλωστή ήταν σχεδόν διάφανη σαν πετονιά, δεν άφηνε σημάδι
Το πρώτο ψέμα που της είπε ήταν ότι την αγαπούσε. Το δεύτερο, ότι δεν την αγαπούσε
Παράξενα έντομα στις βιβλιοθήκες τους / Δραπετεύοντα λευκά στίγματα από σελίδες πίσσα σκοτάδι
Χτυπούσε τον αέρα με το μαχαίρι, τρέχοντας δεξιά αριστερά – χτυπούσε και χτυπούσε, ώσπου λαχάνιασε και κουράστηκε το χέρι του
Πλησιάζοντας στους τρεις τελευταίους “παπαγάλους”, προειδοποιούσε τον θείο του, που συνήθως κοιμόταν, ότι φτάνουν