Ο Θεός είναι ένα τεράστιο πλάσμα [...]. Ο κόσμος μας παρασύρεται –– σύντομα θα χαθεί μες στο χασμουρητό Του.
Σκηνική ποιητική αφήγηση - Υπερβαίνω το σχήμα του αόρατου, είμαι συνοδοιπόρος των σκιασμένων μου και των θαλασσών
Την πλησίασε με θέρμη για να τη χαιρετίσει κι ας γκρίνιαζε μετά η μάνα του ότι, στα καλά καθούμενα, ο γιος της...
Κι αν εσύ φτάσεις να κατανοήσεις το λάθος σου, επιστρέφεις σε μια ζωή όπου κάθε μικρότερο λάθος θα μπορούσε να συγχωρηθεί
Γιατί δε μου αρκούν τα αλαφιασμένα άλματα της θάλασσας / γύρω απ'το χαμένο πλεούμενο δε μου αρκεί η ανεμοθύελλα στο βουνό
Πείτε το πενία, πείτε το πλεονεξία, σημασία έχει ότι, ανεξαιρέτως κινήτρου, το αρκαδικό δαιμόνιο έκανε πάλι το θαύμα του
Από τότε άρχισα να βλέπω παράξενα όνειρα. / Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς, / αφού ανελέητα πετώ επάνω μου τη θάλασσα
«Μια χαρά είμαι, κυρ αστυνόμε μου. Συγνώμη... σας έπιασα, και το όπλο»!
Κοιμούνται με τα μάτια ανοιχτά έναν ύπνο τεχνητό, με κάτι μαγικά φάρμακα, μόνες, στην κρεβατοκάμαρα κυκλοφορούν μισόγυμνες
Μπορεί από δική μου εμμονή να έκανα συλλογή δισταγμών, όμως παρά τις υπερβολές μου, έβλεπα μάλλον καθαρά
Με φοβίζει καθώς το τέλος πλησιάζει, μ’ αναστατώνει η αβεβαιότης και το χάος των ετών που ακολουθούν
Σκάει στα γέλια κι ο ήχος κάνει πιγκ πογκ στους τοίχους των διαδρόμων μέχρι τον 5ο και πίσω. Έχει το ίδιο γέλιο απ’ όταν ήταν 20