Ένα πλοίο μεγάλο με όλους τους γονείς μας, δηλαδή ο Θεός σαν υπερωκεάνιο προς εποχές προηγούμενες σαλπάροντας στην καρδιά μου μέσα
Ποιος μας ανέσκαψε εμάς και μας αποκάλυψε στον κόσμο / ο Σλήμαν ή ο Μαρξ; / Είμαστε νεκροί ή έχει πεθάνει ο κόσμος;
Μην καθυστερείς περισσότερο από όσο χρειάζεται. Αν με αφήσεις ελεύθερο, ένας άλλος θα βρεθεί στο μέλλον
Όπου υπήρχε ρωγμή, με γάζωνε με τρυφερότητα∙ η κλωστή ήταν σχεδόν διάφανη σαν πετονιά, δεν άφηνε σημάδι
Το πρώτο ψέμα που της είπε ήταν ότι την αγαπούσε. Το δεύτερο, ότι δεν την αγαπούσε
Παράξενα έντομα στις βιβλιοθήκες τους / Δραπετεύοντα λευκά στίγματα από σελίδες πίσσα σκοτάδι
Χτυπούσε τον αέρα με το μαχαίρι, τρέχοντας δεξιά αριστερά – χτυπούσε και χτυπούσε, ώσπου λαχάνιασε και κουράστηκε το χέρι του
Πλησιάζοντας στους τρεις τελευταίους “παπαγάλους”, προειδοποιούσε τον θείο του, που συνήθως κοιμόταν, ότι φτάνουν
Εκείνο το πρωί, ο δηλητηριασμένος σενιόρ γύρισε σπίτι του με σαφή πρόθεση να πενθήσει βαριά για το φρικτό αδιέξοδο της ζωής του
Προκαλώντας με σχολίασε: Για να δούμε τι ψάρια πιάνεις εσύ. Αν μπορείς –χωρίς ωκεανό– φτιάξε μ’ αυτές τις λέξεις ένα ποίημα πλωτό
Δεν είχα ξεχάσει τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της, τα μικροσκοπικά χείλη της, την ολόισια μύτη της, μα ούτε φαίνονταν στη φωτογραφία
Κι όταν το δέντρο φεύγει / μια υποψία ξέφωτου φέγγει στα άλλα / ν’ ακολουθήσουν στο σκοτάδι / του άγνωστου νόστου