Όπου υπήρχε ρωγμή, με γάζωνε με τρυφερότητα∙ η κλωστή ήταν σχεδόν διάφανη σαν πετονιά, δεν άφηνε σημάδι
Αποφάγια, αποκαΐδια μιας φωτιάς. Αναζητώ τη μυρωδιά της, όπως ξαπλώνω το πρόσωπό μου στο παγωμένο πλακόστρωτο
Μην καθυστερείς περισσότερο από όσο χρειάζεται. Αν με αφήσεις ελεύθερο, ένας άλλος θα βρεθεί στο μέλλον
Αποσπάσματα από ευρύτερη σύνθεση
Ποιος μας ανέσκαψε εμάς και μας αποκάλυψε στον κόσμο / ο Σλήμαν ή ο Μαρξ; / Είμαστε νεκροί ή έχει πεθάνει ο κόσμος;
Kάνε μου μία αγκαλίτσα είμαι και ορφανός». Κι εκείνη απαντά ηθελημένα απότομα, αλλά γεμάτη τρυφερότητα: Γιατί εγώ είμαι αμφιθαλής;
Ένα πλοίο μεγάλο με όλους τους γονείς μας, δηλαδή ο Θεός σαν υπερωκεάνιο προς εποχές προηγούμενες σαλπάροντας στην καρδιά μου μέσα
Δεν θυμάμαι πια από που εισβάλουν / Οι εικόνες στη φράση μου / Ξέρω απλά πως δεν υπάρχω / Παρά μες σ’ ένα κυδώνι
Γεμίζει ο τόπος πλήθος τριγωνικά και πολυγωνικά καθρεφτάκια. Οι δρόμοι, παραδόξως, στενεύουν, στενεύουν όλο και περισσότερο...
Σκούζουν τα αδιέξοδα στις εθνικές ωδές σαν βυζανιάρικα διψούν για γάλα κι εμείς νομίζουμε ότι μας πρόδωσαν τα υγρά στα φρένα
Κατέβηκα από τη βάρκα, έβγαλα τα παπούτσια μου και στάθηκα για λίγο με τα γυμνά μου πόδια μέσα στο νερό
Δε βάραινε η βαρύτητα / Και το σώμα τη μια σκόνταφτε στα έπιπλα / και την άλλη το έπαιρνε ο άνεμος / Πού να σταθεί να ευτυχήσει