Μια άδεια παιδική χαρά: τσουλήθρες. Κενό που πίνει γάλα. Παντού ακολουθεί και μπαίνει το άκαρδο. Εκτός απ’ το ψαλίδι στο κουρείο
Kατέρρευσαν τα ονόματα, γράμματα σε προϊστορικές παλάμες βαλσαμωμένα ουρλιαχτά προς έναν άναστρο κατακρημνισμένο ουρανό
Φανταστείτε κάποιον που κατεβαίνει στο υπόγειο τού ανθοπωλείου για να διαβάσει ένα κομμάτι της πραγματικότητας ...
Το παιδί καταλαβαίνει πως το κοιτάζει ο πατέρας του από απέναντι, σηκώνεται με την πορτοκαλάδα στο χέρι κι απομακρύνεται...
Και ο μεγάλος ποταμός τίποτα δε θα σώσει. Ούτε το τελευταίο βλέμμα σου λίγο πριν το τέλος. Μόνο τη δυτική απαρασάλευτη πορεία του
Γύριζα το κεφάλι μου πίσω στην καρότσα και κοίταζα το φέρετρο, φοβόμουνα μήπως λασκάρουν τα σχοινιά και πάθουμε καμιά ζημιά
Ήταν τόσο δυσδιάκριτη που αδυνατούσε να δει / Της συνείδησης της τα σημάδια / Αισθάνεται ένα άγγιγμα δισταγμού
Στο τελευταίο μάθημα ανταλλάξαμε ευχές και χαμόγελα. Η Λεϊλά ούτε τότε δεν έβγαλε τη μάσκα. Χαμογέλασαν μόνο τα μάτια της
Η γλώσσα της σκαρφάλωνε από φωνήεν σε φωνήεν, γλιστρούσε υγρή πάνω τους και τα ακουμπούσε προσεκτικά στα στεγνά της χείλια
Μικρές, ενωτικές θηλιές δεν μου φέρνουν το έξω σκοτάδι, αυτό που κάποτε κρατούσα αγκαλιά με τα δυο μου μάτια.
Τα ασάλευτα / αυτιά των αλόγων / των γατών την / ξαφνική ακινησία είδα μεμιάς το βέβηλο ίχνος του προγόνου
Από την πρώτη κιόλας μέρα της επιβολής της ποινής, την κοιτούσαν με βλέμμα αγριεμένο, ίδιο με του ζώου που είχε πιαστεί σε παγίδα