Ο Νίκος Εγγονόπουλος / ήθελε σε κατάλληλο καιρό γι' αυτόν να γράψει / το πιο ωραίο του τραγούδι
μέσα σου / λείπει ένα μεσημέρι που σ΄ εξαγόρασε / λείπει ένα δειλινό που σ΄ εγκατέλειψε / λείπει ένα βράδυ που σε αρνήθηκε
Αποφασίζεις να μπεις στα ζωγραφιστά λουλούδια που έχεις πάνω από το κρεβάτι σου και μερικές φορές έρχονται οι μέλισσες ...
Με μια κλωτσιά του φορτηγατζή βρέθηκα να κυλιέμαι στο λασπερό χώμα ενός χωραφιού που θα ήταν από εδώ και πέρα το σπίτι μου
Θυμάμαι μόνο το φιλί / στον κρόταφο / άλλοι σκοτώνονται / σ' εκείνο το σημείο
Λέω να ταξιδέψω απόψε ώς τις Αζόρες, / σαν κοιμηθώ· κι άμα ανεβώ στη φασολιά, / θα με λικνίζουν οι επουράνιες αιώρες...
Όπου και να ᾽σαι / Η αίγλη του Αυγούστου / Θα σε επιστρέψει
Οι έξι γυναίκες που στάθηκαν ημίγυμνες στην πασαρέλα είχαν κεφάλι πουλιού. Γνώριζαν πως κάτω από την εξέδρα παραμονεύει ο κυνηγός
Βγαίνω τρέχοντας από το σπίτι, παίρνω το σκονισμένο ποδήλατο μου, βάζω σε μια τσάντα το κοστούμι που θα φορούσα...
Έχει αλλάξει ο καιρός και πρέπει να έχω τον νου μου στον άνεμο, στα σήματα του ουρανού, χρειάζονται έξυπνες μανούβρες
Απόηχος τριζονιού, κρωξίματα γλάρων. Τα πόδια τους βυθίζονταν στην άμμο σέρνοντας προς την παραλία το γαμήλιο στρώμα
Δουλεύω σε βιοτεχνία ιερατικών ενδυμάτων. Λόγω οικονομικής ένδειας φοράω τα άμφια που αγοράζω από την βιοτεχνία σε τιμή κόστους