Αυτή η εξαίσια ως το κόκκαλο πλάτη. Μαλλιά που άμα αφήνονταν, θα χιμούσαν σαν πάνθηρες στο παρόν μου...
Παραληρούσαν περιστέρια, πευκοβελόνες μύριζαν γκρεμό, έκοψα τότε τον μίτο σε ακούμπησα νεκρό στο όστρακο της μνήμης
Μας παίρνει και τα τέσσερα, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της και μας κατεβάζει, τέσσερις ώρες δρόμο, στην πόλη...
Θα ΄ρθει μια μέρα που θα πούνε όλοι «πέρασε!» αλλά μπορεί και να μην ξέρουν πια σε τι αναφέρονται
Φοβάμαι, μου είπες, άναψε το φως· ρώτησα: παιδάκι είσαι; όχι πια, μου είπες· και τι είσαι; ρώτησα ξανά: απάντησες ενήλικο σκοτάδι
«Φοβάμαι μην βγει από το σπίτι ο πατέρας σου», λέει. «Μην πάει και γίνει ενδημική η αρρώστια.Έναν πραγματικό παράδεισο τού έφτιαξα
Δεν έχω επαφή με τον έξω κόσμο. Όχι ότι παλιότερα είχα. Τώρα καταλαβαίνω ότι σε κανέναν δεν έχω λείψει ούτε μου έχει λείψει κανείς
Πέτρινο αίμα – σιντριβάνι ζεστό∙άσπρο πουκάμισο το χώμα και κρυώνει∙πεταλούδα που δαγκώνει τον καιρό
Ξαφνικά διαφέραμε στον καθρέφτη. Στην ίριδα των ματιών μου έτρεχαν ελάφια. Στο άλλο ζευγάρι μάτια κολυμπούσαν δελφίνια
Ιουλιέτα για μία σταγόνα μελιού / σου χαρίζω την αθάνατη κυψέλη.
Ο χώρος είναι έτσι κι αλλιώς λίγος – δεν επαρκεί / τις αποκρούω / έχω λεγεώνες εξασκημένες μες στο χρόνο γι' αυτό
Βάζω το αριστερό αυγό μέσα στο στόμα μου κι αρχίζω να το πιπιλάω. Δαγκώνω πολλές φορές (με την ησυχία μου μέχρι να το χορτάσω)