Αποστάσεις


Το φως έπεφτε και σηκώνοταν σε κάθε ανάσα της, που μοιράζοταν με το επιχρυσωμένο κουτάλι, στα ψίχουλα που παρέμεναν αμάζευτα από δάχτυλο προσκείμενο, —το πιπίλισμα λίγης σάρκας περιέχει λιγότερες θερμίδες από μία φέτα ψωμί—, στις μητρικές θωπείες του αριστερού προφίλ της από τις εαρινές ηλιαχτίδες, στις πατρικές του δεξιού της από το αέρινο χέρι του προπάτορα του γένους της,—με ό,τι δεν ανταμώσαμε ποτέ μας, ίσως να αφήνεται στίγμα μονιμότερο απ’ ό,τι γνωρίζουμε ή πιστεύουμε πως γνωρίζουμε—, στο γοργό ξεφύλλισμα των ονείρων της σε κάθε γουλιά γαλλικού καφέ, που πιάνουν χώρο ίσα με έναν άνθρωπο υπέρβαρο, όπου η δίψα του για ζωή έγινε δίψα για κόκα κόλα. Στο Παρίσι κρύβεται το παραμύθι που ζητά κανείς, ή κάπου στα Σεπόλια.

‘Ηταν εκεί, πίσω από το αναβόσβημα των αλάρμ, καθήμενος μπρος στην ορθοστασία του επικείμενου χαλασμού. Την είδε να φτιάχνει πάνω της ό,τι επρόκειτο να χαλούσε εκείνος μετά. Διαισθάνθηκε την κατασκοπεία του, το σχήμα των ματιών του και το βάθος των κρατήρων του. Στο μεγαλύτερο άνοιγμά του πήγε κι έπεσε μέσα. Από εκεί τον είδε να χαλάει μέσα του ό,τι επρόκειτο να έφτιαχνε εκείνη μετά. Χαμογέλασαν συγχρονισμένα και οι δύο έξω από την καντίνα. Στους ηφαιστειογενείς έρωτες ό,τι πιο βρόμικο είναι και ό,τι πιο υγιεινό. Το μυαλό τους μόλις έγινε πεντακάθαρο.

Αγκαλιασμένοι στο σκοτάδι, το φως ξεκίνησε από την καρδιά με σκοπό να περιπλανηθεί σε όσα περισσότερα μέρη, για να γίνει σοφότερο. Το παράπτωμα των ανθρώπων όμως είναι η απαίτησή τους να παραμείνει το φως ανίδεο, εγκλωβισμένο αιώνια στην καρδιά, καθώς θεωρούν πως η γνώση συναντάται μονάχα στο είδος τους. «Αγκάλιασέ με σφιχτά», αναφωνούσε ο ένας στον άλλον, για να αποτρέψουν αυτό που ήδη είχε εισχωρήσει ανάμεσά τους. Το φως, ενεργειακός καταρράκτης, χύθηκε στον αυχένα, τα μπράτσα, τους τετρακέφαλους, τον οπίσθιο μηριαίο και με κανένα θερμαντικό φιλί το πιάσιμο δεν υποχωρούσε.

Αγκαλιασμένοι στο φως, το σκοτάδι απλωνόταν λεία όπως το βούτυρο στο ψωμί, όπου τα ψίχουλα συλλέγονταν από δάχτυλο προσκείμενο. Ο τράχηλος του έρωτά τους γέμιζε με κονδυλώματα σε κάθε άβολη σιωπή. Η καρέκλα έτριξε απότομα και το μαχαίρι βουτύρου έγινε μαχαίρι κοφτερό. «Παράτα με! Δεν σ’ αντέχω πια!» Από τους κροτάφους, το φως ταξίδεψε αστραπιαία στο έντερο, στην αφετηρία όλων των ασθενειών. Διπλώθηκε και ξεδιπλώθηκε. Ο έρωτας έγινε απόβλητο, καταλήγοντας σε μια λεκάνη. Ο ήχος από το καζανάκι ήταν ο πιο εκκωφαντικός θόρυβος και συνάμα θανατηφόρος. Κάθε θάνατος σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Πέθανε καθήμενος, μπρος στην ορθοστασία της επικείμενης ανάστασης.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: